Είναι μια από τις ωραίες ταινίες της 20ετίας. «Το Σκάφανδρο και η Πεταλούδα». .
Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του Ζαν-Ντομινίκ Μπομπί, αρχισυντάκτη του γαλλικού Εlle, ο οποίος έμεινε παράλυτος σε όλο του το σώμα στα 43 του έπειτα από βαρύ εγκεφαλικό και κατάφερε, ανοιγοκλείνοντας το ένα του μάτι, το μόνο που μπορούσε να κουνήσει, να υπαγορεύσει την αυτοβιογραφία του. Το σκάφανδρο, στον τίτλο, συμβολίζει τον εγκλωβισμό του σώματος. Και η πεταλούδα, τη φαντασία, που μπορεί να πετάξει υπό πάσα συνθήκη.
Η κατάρα πάντως που έντυσε στα μαύρα χιλιάδες οικογένειες στα Δωδεκάνησα, αλλά και αρκετά ακόμα νησιά του Αιγαίου και είχε να κάνει με σκάφανδρο, κανένα χώρο δυστυχώς για «πεταλούδες» δεν μπόρεσε να αφήσει. Είχε μόνο εγκλωβισμό: στο θάνατο, στην αρρώστια. Προς υπεράσπιση του κόσμου, ήταν εποχή άγνοιας αν την συγκρίνουμε με τη σημερινή, γινόντουσαν έτσι λάθη που σήμερα θεωρούμε ανήκουστα.
Ο εκ του αποτελέσματος καταραμένος θησαυρός ήταν τα σφουγγάρια. Γεμάτος ο βυθός του Αιγαίου από δαύτα τότε (στις μέρες μας είναι πρακτικά εξαφανισμένα), τεράστια η ζήτηση. Αρχικά οι τολμηροί και γενναίοι άνδρες βουτούσαν με μόνο «όπλο» το πόσο άντεχαν να κρατήσουν την ανάσα τους. Ήταν οι θρυλικοί γυμνοί δύτες, που βουτούσαν σε βάθος μέχρι και 30 μέτρων ζωσμένοι με μια βαριά σκανδαλόπετρα – ένα κομμάτι μαρμάρου που τους βοηθούσε να κατεβούν γρήγορα και βαθιά.
Κι ύστερα, ήρθε το σκάφανδρο. Μια επαναστατική τότε μέθοδος κατάδυσης. Όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Σύμη, το 1863, ο κόσμος χειροκροτούσε με χαρά. Ο δύτης με σκάφανδρο είχε τη δυνατότητα να παραμένει στο βυθό περισσότερη ώρα από ότι ένας γυμνός δύτης. Φέροντας πλήρη ενδυμασία (στολή, περικεφαλαία, χάλκινο θώρακα, παπούτσια, βαρίδια στο στήθος) ενώ μια χειροκίνητη αεραντλία με έμβολα έστελνε μέσω ενός σωλήνα, που ονομαζόταν μαρκούτσι, φυσικό αέρα στην περικεφαλαία.
Όμως το «δώρο» έκρυβε φονικές παγίδες, κάτι που άπαντες αγνοούσαν. Οι ντόπιοι βουτούσαν χωρίς σταματημό για να φέρουν τα σφουγγάρια στην επιφάνεια. Ώρες επί ωρών, κυνηγώντας το «όσο το δυνατόν περισσότερα», καθώς δούλευαν με ποσοστά. Η χρήση ήταν αλόγιστη, οι τεχνικές άγνωστη λέξη ειδικά στην ανάδυση, όπως και οι προφυλάξεις ή οι πρώτες βοήθειες στην πολύ συχνή περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά.
Όταν άρχισαν οι θάνατοι και οι παραλύσεις, κανείς δεν ήξερε τι έφταιγε. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι περισσότεροι σφουγγαράδες είτε έχαναν τη ζωή τους είτε κατέληγαν με παραλύσεις κάθε μορφής. Το γαλάζιο του Αιγαίου απέκτησε ξάφνου για φόντο το μαύρο χρώμα του πένθους.
Η αιτία για το κακό αποκαλύφθηκε από τον Γάλλο γιατρό, φυσικό, δικηγόρο και φυσιολόγο, Πολ Μπερ. Αυτός έλυσε το μυστήριο εξηγώντας πως έφταιγε αυτό που πλέον είναι γνωστό ως «Νόσος των δυτών». Σύμφωνα με την Wikipedia έτσι ορίζουμε την παθολογική κατάσταση που έρχεται ως αποτέλεσμα παραμονής του δύτη σε υπερβαρικό περιβάλλον με πίεση πάνω από 2 ΑΤΜ και για χρονικό διάστημα αρκετό, ώστε το διαλυμένο στους ιστούς άζωτο να σχηματίζει κατά την ανάδυση φυσαλίδες, των οποίων το πλήθος και το μέγεθος δεν επιτρέπει την ομαλή απομάκρυνση μέσω του αναπνευστικού συστήματος
Τι συνέβαινε; Τα σκάφανδρα δεν είχαν σύγχρονο μηχανισμό αποσυμπίεσης και αρκετές φορές, σε μεγάλα βάθη έχαναν ουσιαστικό χρόνο μέχρι να ανέβουν στην επιφάνεια. Το αποτέλεσμα της μακροχρόνιας αυτής παραμονής μέσα στο νερό, ήταν ότι η αυξημένη πίεση στο σκάφανδρο «περνούσε» μέσα στο νωτιαίο μυελό, με αποτέλεσμα κατά την ανέλκυση να αλλάζει η αναλογία αερίων, κρατώντας το νευρικό σύστημα περισσότερο άζωτο απ’ ότι έπρεπε. Έτσι οι δύτες εμφάνιζαν παρέσεις, κυρίως σπαστικές, ανάλογης βαρύτητας με το χρόνο συμπίεσης που δεχόταν το νευρικό σύστημα. Στις πιο βαριές περιπτώσεις, ο δύτης πέθαινε.
Τα τραγικά αποτελέσματα από την αλόγιστη χρήση του σκάφανδρου φαίνονται από το γεγονός ότι από το 1866 μέχρι το 1915 εκτιμάται ότι σημειώθηκαν 10.000 θάνατοι και 20.000 παραλύσεις στα σπογγαλιευτικά νησιά του Αιγαίου και κυρίως στα Δωδεκάνησα και στην Κάλυμνο, ενώ το ίδιο διάστημα σημειώθηκαν μόνο 10 θάνατοι γυμνών δυτών. Το θέαμα των μαυροντυμένων μητέρων, αδελφών και συζύγων και των σερνάμενων παλικαριών ήταν σχεδόν παντού, συγκλονιστικό όσο και σπαρακτικό. Και επιβιώνει ακόμα και σήμερα ως παράδοση και διήγηση, τόσο πολύ στοίχισε στις τοπικές κοινωνίες. Κι αυτό επειδή μια ανακάλυψη – θεωρητικά ευλογία εξελίχθηκε σε κατάρα.
(από menshouse. gr / photo: pixabay)