Την δυνατότητα να καταγγείλουν περιπτώσεις παραπληροφόρησης, παράνομου, επιβλαβούς περιεχομένου, αγαθών ή υπηρεσιών έχουν στη διάθεσή τους οι χρήστες του Διαδικτύου. Η προστασία των δικαιωμάτων τους αποτελεί προτεραιότητα του νομοσχέδιου που έφερε το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης «Πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες» ή «Digital Services Act»(DSA), το οποίο υπερψηφίστηκε τον Απρίλιο του 2024.
Έτσι, οι πολίτες με εύκολο τρόπο θα μπορούν να υποβάλλουν τις καταγγελίες τους μέσω ηλεκτρονικής φόρμας που έχει ήδη ανοίξει και λειτουργεί στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ).
Όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Δημήτρης Παπαστεργίου «οι ψηφιακές υπηρεσίες ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας σε διάφορους τομείς, από το on line shopping μέχρι την αναζήτηση πληροφοριών, μας διευκολύνουν σημαντικά, ενώ συγχρόνως “κρύβουν” και σοβαρούς κινδύνους. Η Ευρώπη με το νόμο για τις ψηφιακές υπηρεσίες και τις ψηφιακές αγορές δημιουργεί ασφαλιστικές δικλείδες τόσο για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών, όσο και για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις. Σε περίπτωση που κάποιος χρήστης εντοπίσει παράνομο περιεχόμενο, μπορεί πλέον άμεσα να το αναφέρει στον πάροχο, μέσω ενός εύχρηστου “μηχανισμού ειδοποίησης και δράσης” που οφείλει εκείνος να διαθέτει. Στην Ελλάδα οι πολίτες μπορούν για μια σειρά περιπτώσεων που αφορούν σε ενδιάμεσους παρόχους, όπως για παράδειγμα όταν μια υπηρεσία παρουσιάζεται με παραπλανητικό τρόπο ή ακόμα αν παραβιάζονται οι υποχρεώσεις σχετικά με την προστασία ανηλίκων, να υποβάλλουν καταγγελία μέσω της ΕΕΤΤ με τρόπο εύκολο και φιλικό».
Όπως υπογραμμίζει ο υπουργός «ως υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, στόχος μας είναι να διασφαλίζουμε ότι η χώρα μας συμμετέχει και διαμορφώνει το πλαίσιο που θα διέπει το διαδίκτυο και τις νέες τεχνολογίες τα επόμενα χρόνια, προάγοντας εμπράκτως τη συνεργασία μεταξύ (συν)αρμόδιων φορέων σε εθνικό επίπεδο».
Συγκεκριμένα, ο πολίτες θα πρέπει να μπούνε στο site της ΕΕΤΤ, η οποία ανέλαβε τον ρόλο του «Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών» στο www.eett.gr, όπου έχει δημιουργηθεί ειδική ενότητα για τις ψηφιακές υπηρεσίες.
Τι ρυθμίζει η Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες
Η Πράξη ρυθμίζει τις ενδιάμεσες ψηφιακές υπηρεσίες, δηλαδή υπηρεσίες όπως διαδικτυακές πλατφόρμες πώλησης προϊόντων ή υπηρεσιών (marketplaces), καταστήματα εφαρμογών (app stores), μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης, υπηρεσίες πρόσβασης στο Διαδίκτυο. Ουσιαστικά, πρόκειται για υπηρεσίες που διασυνδέουν τους χρήστες του Διαδικτύου με αγαθά, υπηρεσίες και περιεχόμενο.
Η Πράξη θεσπίζει κανόνες για τις ενδιάμεσες ψηφιακές υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται σε χρήστες που διαμένουν στην ΕΕ, ανεξαρτήτως εάν η χώρα εγκατάστασης/έδρα του παρόχου βρίσκεται εντός ή εκτός ΕΕ. Επισημαίνεται ότι δεν επιβάλλει στους παρόχους γενική υποχρέωση για τον έλεγχο του περιεχομένου που διακινείται μέσω ενδιάμεσων ψηφιακών υπηρεσιών. Επίσης, ανάλογα με το μέγεθος των παρόχων και το είδος των υπηρεσιών που παρέχουν προβλέπονται διαφορετικές υποχρεώσεις.
Τι πρέπει να γνωρίζουν οι πολίτες πριν προχωρήσουν σε καταγγελία
Οι χρήστες του Διαδικτύου μπορούν να απευθύνονται και στην ΕΕΤΤ αλλά και στους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών.
Στην πρώτη περίπτωση:
Μέσω του Συστήματος Υποβολής καταγγελιών, οι χρήστες μπορούν να υποβάλουν στην ΕΕΤΤ καταγγελίες κατά παρόχου ενδιάμεσης υπηρεσίας που θεωρούν ότι παραβιάζει την Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες, επειδή για παράδειγμα:
* δεν παρέχει δυνατότητα υποβολής αναφορών για παράνομο περιεχόμενο, μέσω εύχρηστου «μηχανισμού ειδοποίησης και δράσης»
* επιβάλει περιορισμούς στον λογαριασμό ενός χρήστη ή σε περιεχόμενο που είχε αναρτήσει, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση,
* δεν διαθέτει κατάλληλο σύστημα διαχείρισης καταγγελιών,
* δεν διαθέτει σημείο επικοινωνίας με τους χρήστες της υπηρεσίας, ή θέτει περιορισμούς στην επικοινωνία αυτή,
* δυσχεραίνει τον εντοπισμό ή την εύρεση των όρων χρήσης της υπηρεσίας,
* δεν παρέχει επαρκείς πληροφορίες για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών ή συνεργασία κατά τη διαδικασία επίλυσης,
ανηλίκων,
* παρουσιάζει την υπηρεσία του με παραπλανητικό τρόπο,
* παραβιάζει τις υποχρεώσεις του σχετικά με τον τρόπο διαμόρφωσης εξατομικευμένων συστάσεων για περιεχόμενο και αγορά προϊόντων,
* παραβιάζει τις υποχρεώσεις του σχετικά με τον τρόπο εμφάνισης και στόχευσης διαφημίσεων,
* περιορίζει τη δυνατότητα εντοπισμού πληροφοριών για εταιρείες/προμηθευτές ή προϊόντα/ υπηρεσίες που πωλούνται μέσω της ψηφιακής υπηρεσίας.
Οι χρήστες υποβάλλουν την καταγγελία τους παρέχοντας τα απαραίτητα στοιχεία που τεκμηριώνουν την κατά τους ίδιους παράβαση της Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες. Στη συνέχεια, ενημερώνονται για την παραλαβή της (εφόσον έχουν υποβάλει σχετικό e-mail).
Η ΕΕΤΤ αξιολογεί την καταγγελία. Εάν κριθεί ότι το θέμα αφορά σε παράβαση της Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες, εξετάζει εάν η καταγγελία πρέπει να διεκπεραιωθεί από την ίδια ή πρέπει να διαβιβαστεί σε άλλον φορέα, όπως για παράδειγμα στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), στον Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών του κράτους εγκατάστασης του παρόχου.
Πότε απευθύνονται στους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών
Σε περίπτωση που κάποιος χρήστης εντοπίσει παράνομο περιεχόμενο, πρέπει να το αναφέρει άμεσα στον πάροχο της ενδιάμεσης ψηφιακής υπηρεσίας.
Το τι συνιστά παράνομο περιεχόμενο ορίζεται στο ενωσιακό/εθνικό νομικό πλαίσιο και όχι στην Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες. Παράνομο περιεχόμενο σε επίπεδο ΕΕ μπορεί να είναι πχ υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ρητορική μίσους, μη ασφαλή προϊόντα ή προϊόντα παραποίησης/απομίμησης, χρήση προσωπικών φωτογραφιών/βίντεο χωρίς συναίνεση, χρήση υλικού που προστατεύεται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας χωρίς έγκριση.
Ο πάροχος οφείλει να παρέχει στον χρήστη τη δυνατότητα να αναφέρει παράνομο περιεχόμενο μέσω εύχρηστου «μηχανισμού ειδοποίησης και δράσης». Πρέπει να αναφέρονται
* οι λόγοι για τους οποίους ο χρήστης θεωρεί το περιεχόμενο παράνομο.
* η τοποθεσία (π.χ. URL) όπου εντοπίζει το συγκεκριμένο περιεχόμενο.
* τα στοιχεία του χρήστη (όνομά και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), εκτός εάν το περιεχόμενο περιλαμβάνει υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
* δήλωση του χρήστη ότι το περιεχόμενο της αναφοράς είναι ακριβές και πλήρες.
Αφού ο χρήστης αναφέρει το παράνομο περιεχόμενο, ο πάροχος οφείλει να αποστείλει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, επιβεβαίωση παραλαβής. Με βάση τις παρεχόμενες πληροφορίες, οφείλει να αποφασίσει, εγκαίρως, επιμελώς και αντικειμενικά σχετικά με το περιεχόμενο που εικάζεται ότι είναι παράνομο. Επίσης, οφείλει να ενημερώσει τον χρήστη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την απόφαση που έλαβε και τις δυνατότητες προσφυγής κατά αυτής.
Εάν ο χρήστης αναφέρει παράνομο περιεχόμενο σε πάροχο ψηφιακής υπηρεσίας και διαφωνεί με την απόφαση που έλαβε ο πάροχος, μπορεί να υποβάλει καταγγελία στον ίδιο.
Επίσης, κάθε χρήστης του Διαδικτύου μπορεί να υποβάλει καταγγελία σε πάροχο, εάν αυτός επέβαλε κάποιον από τους παρακάτω περιορισμούς, με την αιτιολογία ότι ο χρήστης έχει αναρτήσει περιεχόμενο που είναι παράνομο ή αντίκειται στους όρους/προϋποθέσεις της υπηρεσίας. Όταν ο πάροχος δηλαδή
* Καταργήσει/Περιορίσει την ορατότητα σε περιεχόμενο που είχε αναρτήσει ο χρήστης ή απενεργοποίησε την πρόσβαση σε αυτό.
* Αναστείλει πλήρως/μερικώς ή τερματίσει την παροχή της υπηρεσίας που παρείχε.
* Αναστείλει/Διαγράψει τον λογαριασμό του χρήστη.
* Αναστείλει/Τερματίσει/Περιορίσει τη δυνατότητά του να λαμβάνει πληρωμή για περιεχόμενο.
Ο χρήστης έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στον πάροχο ηλεκτρονικά και χωρίς χρέωση μέσα σε 6 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Ο πάροχος οφείλει να εξετάσει την καταγγελία και να ενημερώσει τον χρήστη για την απόφαση που έλαβε, αιτιολογημένα και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Επίσης, πρέπει να τον ενημερώσει για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, καθώς και για τυχόν άλλες διαθέσιμες δυνατότητες προσφυγής κατά της απόφασης.