Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Lancet», υπολογίζεται ότι έως το 2050 περισσότεροι από 39 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο θα μπορούσαν να πεθάνουν από λοιμώξεις ανθεκτικές στα αντιβιοτικά.
Πρόκειται για την πρώτη παγκόσμια ανάλυση των τάσεων της μικροβιακής αντοχής (AMR), που διεξήχθη στο πλαίσιο του προγράμματος «Global Research on Antimicrobial Resistance». Η μελέτη αφορά σε άτομα όλων των ηλικιών σε 204 χώρες και περιοχές.
Υπολογίστηκε ότι περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαιναν ως αποτέλεσμα της μικροβιακής αντοχής παγκοσμίως κάθε χρόνο την περίοδο 1990-2021. Οι θάνατοι από AMR αυξήθηκαν περισσότερο σε πέντε παγκόσμιες περιοχές: Δυτική Υποσαχάρια Αφρική, Τροπική Λατινική Αμερική, Βόρεια Αμερική, Νοτιοανατολική Ασία και Νότια Ασία. Την ίδια περίοδο, οι θάνατοι από AMR μειώθηκαν κατά 50% στα παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών, μείωση που συνέπεσε με σημαντικές βελτιώσεις στην παροχή μέτρων πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων μεταξύ βρεφών και μικρών παιδιών, όπως τα προγράμματα εμβολιασμού. Ωστόσο, οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 80% στα άτομα ηλικίας 70 ετών και άνω, λόγω ταχείας γήρανσης του πληθυσμού και μεγαλύτερης ευπάθειας των ηλικιωμένων στη μόλυνση. Αυτές οι τάσεις προβλέπεται να συνεχιστούν τις επόμενες δεκαετίες.
Η μελέτη εκτιμά ότι 1,91 εκατομμύρια άνθρωποι θα μπορούσαν να πεθάνουν ως άμεσο αποτέλεσμα της AMR το 2050, μια αύξηση σχεδόν 70% σε σύγκριση με το 2022. Την ίδια περίοδο, ο αριθμός των θανάτων στους οποίους παίζουν ρόλο τα βακτήρια AMR υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί σχεδόν 75%, από 4,71 εκατομμύρια το 2021 σε 8,22 εκατομμύρια.
Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η βελτιωμένη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και τα αντιβιοτικά θα μπορούσε να σώσει συνολικά 92 εκατομμύρια ζωές μεταξύ του 2025 και του 2050. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν τη ζωτική ανάγκη για παρεμβάσεις, όπως πρόληψη λοιμώξεων, εμβολιασμό, ελαχιστοποίηση της ακατάλληλης χρήσης αντιβιοτικών και έρευνα για νέα αντιβιοτικά για τον μετριασμό του αριθμού των θανάτων από AMR.
Τέλος, σημειώνουν ότι η έλλειψη δεδομένων για κάποιες περιοχές χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος αναδεικνύουν την ανάγκη για τη βελτιωμένη συλλογή δεδομένων, κάτι που απαιτεί επενδύσεις σε υποδομές.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση ΕΔΩ
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / Μ. Κουζινοπούλου / photo: pixabay)