Στην έκθεση επισημαίνεται ότι «ο πιστωτικός κίνδυνος έχει μειωθεί σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα, πλην όμως η περαιτέρω αποκλιμάκωσή του θα εξαρτηθεί και από την εξέλιξη των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας», ενώ ζητείται από τις τράπεζες να αναθεωρήσουν τα επιχειρησιακά τους σχέδια.
Στην έκθεση διαπιστώνεται μείωση του λόγου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) προς το σύνολο των ανοιγμάτων το 2017 (43,1% έναντι 44,8% στο τέλος του 2016), ήτοι τα συνολικά ανοίγματα από 237,5 δισ. ευρώ μειώθηκαν σε 222,1 δισ. ευρώ και τα ΜΕΑ από 106,3 δισ. ευρώ σε 95,7 δισ. ευρώ, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στις αυξημένες διαγραφές ύψους 8,1 δισ. που σωρευτικά διενεργήθηκαν την εν λόγω περίοδο. Συγκεκριμένα, ενώ το σύνολο των εξυπηρετούμενων τραπεζικών πιστώσεων συρρικνώθηκε με ρυθμό 3,6% το 2017, το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε εντονότερα (κατά 10%). Η μεγαλύτερη μείωση ΜΕΑ το 2017 καταγράφεται στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και συγκεκριμένα στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (-19,2%) και στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο (-19,7%). Εξαίρεση αποτελεί το χαρτοφυλάκιο των στεγαστικών δανείων, το οποίο εμφανίζει την εν λόγω χρονική περίοδο οριακή αύξηση της τάξεως του 0,4% σε επίπεδο ΜΕΑ.
Η ΤτΕ εκτιμά ότι παρόλο που οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε πρωτοβουλίες για την ενεργή διαχείριση των κόκκινων δανείων, όπως αναδιαρθρώσεις, αύξηση των εισπράξεων, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ΜΕΑ, έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στην εκπλήρωση των επιχειρησιακών τους στόχων και έχουν βελτιώσει την ποιότητα του χαρτοφυλακίου τους. δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Όπως επισημαίνεται είναι ανάγκη οι τράπεζες να επιχειρήσεων, την ενιαία αντιμετώπιση των οφειλετών με πολλαπλούς πιστωτές, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Επισημαίνεται, τέλος, ότι ακόμη και αν επιτύχουν πλήρως του επιχειρησιακούς στόχους που έχουν θέσει μέχρι το τέλος του 2019, το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο του χαρτοφυλακίου τους θα παραμείνει στο υψηλό επίπεδο του 35,2%.
Συμπερασματικά, η επίλυση του προβλήματος απαιτεί πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς, Επιπροσθέτως οι τράπεζες θα πρέπει να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και στην περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους.