Ένας τεράστιος μετεωρίτης, τετραπλάσιος σε μέγεθος από το όρος Έβερεστ, που έπληξε τη Γη πριν από δισεκατομμύρια χρόνια, μπορεί να λειτούργησε ως «γιγαντιαία βόμβα λιπάσματος» για τα βακτήρια και άλλους μονοκύτταρους οργανισμούς που ήταν κυρίαρχοι ν εκείνη την εποχή στον πλανήτη.
Ο μετεωρίτης S2, που σύμφωνα με εκτιμήσεις ήταν έως και 200 φορές μεγαλύτερος από τον αστεροειδή που οδήγησε στον αφανισμό των δεινοσαύρων και πολλών άλλων μορφών ζωής, έπεσε στη Γη πριν από σχεδόν 3,26 δις χρόνια και τέτοιου είδους προσκρούσεις συνήθως θεωρούνται καταστροφικές για τις διάφορες μορφές ζωής.
Ειδικοί, ωστόσο, θεωρούν ότι οι συνθήκες που προκλήθηκαν στον πλανήτη μας από την πρόσκρουση του διαμέτρου 37 έως 58 χλμ. μετεωρίτη, ενδέχεται να βοήθησαν συγκεκριμένες μορφές ζωής να ευημερήσουν παρέχοντάς τους πρόσβαση στα βασικά θρεπτικά συστατικά: φώσφορο και σίδηρο.
Τι δείχνει νέα μελέτη για τον μετεωρίτη που έπεσε στη Γη πριν από 3,26 δισ. χρόνια
«Θεωρούμε ότι τα συμβάντα πρόσκρουσης [ουρανίων σωμάτων στη Γη] είναι καταστροφικά για τη ζωή», δήλωσε η Ντάνια Ντράμπον, γεωλόγος και επίκουρος καθηγήτρια στο τμήμα Γης και Πλανητικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
«Αλλά αυτό που υπογραμμίζει η μελέτη αυτή είναι ότι αυτές οι επιπτώσεις ενδεχομένως είχαν οφέλη για τη ζωή, ειδικά σε τέτοια πρώιμη περίοδο… αυτές οι επιπτώσεις μπορεί να επέτρεψαν στην πραγματικότητα στη ζωή να ανθίσει».
Ο μετεωρίτης S2 ήταν έως και 200 φορές μεγαλύτερος από τον αστεροειδή που σκότωσε τους δεινόσαυρους
Η ανάλυση, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences», δείχνει ότι με την πρόσκρουσή του στη Γη ο μετεωρίτης S2 προκάλεσε ένα τσουνάμι που ανακάτεψε τον ωκεανό και ξέβρασε συντρίμμια από τη στεριά σε παράκτιες περιοχές.
Το ανώτερο στρώμα του ωκεανού έβρασε λόγω της θερμότητας από την πρόσκρουση, η οποία θέρμανε και την ατμόσφαιρα, είπαν οι ειδικοί, ενώ ένα πυκνό σύννεφο σκόνης κάλυπτε τα πάντα. Αλλά η βακτηριακή ζωή ανέκαμψε γρήγορα, σύμφωνα με την έρευνα, εμφανίζοντας απότομες εξάρσεις στους πληθυσμούς των μονοκύτταρων οργανισμών που τρέφονται με φώσφορο και σίδηρο.
Από το τσουνάμι πιθανότατα αναδεύτηκε ο σίδηρος από τα βαθιά ωκεάνια ύδατα σε ρηχά νερά, ενώ ο φώσφορος μεταφέρθηκε στον πλανήτη από τον ίδιο τον μετεωρίτη και από την αύξηση της διάβρωσης στην ξηρά, εκτιμούν οι επιστήμονες. Τα βακτήρια που μεταβολίζουν τον σίδηρο πιθανότατα αναπτύχθηκαν αμέσως μετά την πρόσκρουση, όπως δείχνουν τα ευρήματα της καθηγήτρια Ντράμπον. Ειδικοί εκτιμούν ότι μια τέτοια μετατόπιση προς τα βακτήρια που μεταβολίζουν τον σίδηρο θα μπορούσε να προσφέρει ένα στιγμιότυπο της πρώιμης ζωής στη Γη.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν τις συνέπειες αυτής της πρόσκρουσης του μετεωρίτη χρησιμοποιώντας στοιχεία από αρχαία πετρώματα σε μια περιοχή στη βορειοανατολική Νότια Αφρική που ονομάζεται ζώνη πράσινου λίθου Barberton. Το συμπέρασμα ήταν ότι η ζωή ανέκαμψε όπως προκύπτει από ενδείξεις όπως η γεωχημική υπογραφή του διατηρημένου οργανικού υλικού, αλλά και από απολιθώματα στρωμάτων θαλάσσιων βακτηρίων.
«Η ζωή όχι μόνο ανέκαμψε γρήγορα μόλις οι συνθήκες επανήλθαν στο φυσιολογικό μέσα σε λίγα χρόνια έως δεκαετίες, αλλά στην πραγματικότητα ευδοκίμησε», δήλωσε η Ντράμπον.
(με πληροφορίες από iefimerida. gr / photo: pixabay)