Έπειτα από την εισπρακτική αποκαθήλωση του «Joker: Τρέλα για Δύο» και την απογοητευτική επίδοση των ταινιών του προηγουμένου επταήμερου, όπου στριμώχτηκαν αρκετές φεστιβαλικές, καλλιτεχνικές δημιουργίες, που δεν πρόλαβαν να πείσουν για την αξία τους, το κινηματογραφικό κύκλωμα συνεχίζει «να πυροβολεί τα πόδια του», προγραμματίζοντας και γι’ αυτή την εβδομάδα τέσσερις ταινίες που δεν απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό. Το βραβευμένο με τον φετινό Χρυσό Φοίνικα «Anora» του Σον Μπέικερ, δύο ντοκιμαντέρ, βραβευμένα στην Μπερλινάλε και το φιλμ του Κιμ Κι – Ντουκ «Birdcage Inn» από το μακρινό 1998. Ταινίες που αναμένεται για μια ακόμη φορά να αλληλοεξοντωθούν και να χαρίσουν τα όποια εισιτήρια στο τελευταίο μέρος της υπερηρωικής τριλογίας του «Venom: Η Τελευταία Πράξη», με τον Τομ Χάρντι.
Anora
(«Anora») Ερωτική κομεντί, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Σον Μπέικερ, με τους Μάικι Μάντισον, Μαρκ Άιντελσταιν, Γιούρι Μπορίσοφ, Άιβι Βολκ, Ντάρια Εκαμάσοβα, Λίντσεϊ Νόρμινγκτον κα.
Φέρνοντας στις αποσκευές της τον βαρύτιμο Χρυσό Φοίνικα, η «Anora» έρχεται να βάλει φωτιά στα πάθη, με τη ζωντάνια της, το βέβηλο χιούμορ της, τη λοξή ματιά του Σον Μπέικερ πάνω στον μύθο της «Σταχτοπούτας», αποφεύγοντας τις λαμπερές και γλυκερές συνταγές του Χόλιγουντ.
Ο Σον Μπέικερ («The Florida Project»), αναγνωρισμένος εκπρόσωπος του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, έχοντας ένα φρέσκο, γεμάτο ενέργεια και ταιριαστό πρωταγωνιστικό ζευγάρι, θα βάλει σε πρώτο πλάνο τους αριστοτεχνικά μελετημένους και χειροπιαστούς χαρακτήρες του, ακουμπώντας στον κινηματογράφο του Κασαβέτη και την παράταιρη σχέση του κοινωνικού περιθωρίου με το αμερικάνικο όνειρο.
Αυθεντικά και ανυπόκριτα ερωτικός, σκληρός και ταυτόχρονα ευαίσθητος, με διαπεραστικό χιούμορ και απρόβλεπτος, θα μας βάλει στο σύμπαν του, για μια «Σταχτοπούτα», ακατάλληλη διά ανηλίκους, αλλά και για ενήλικους που πιστεύουν ακόμη στο θαύμα του «αμερικάνικου ονείρου», ότι το «Pretty Woman».
Μια εύθυμη ταπεινή σεξεργάτρια δουλεύει σε ένα στριπτιτζάδικο, όπου θα γνωρίσει τον πρίγκηπα των ονείρων της, στο φωτεινό πρόσωπο ενός κακομαθημένου 20χρονου γόνου ενός Ρώσου ολιγάρχη, που στη σύντομη παραμονή του στις ΗΠΑ, θέλει να το ρίξει έξω με τα λεφτά της οικογένειάς του. Ο νεαρός θα τη φιλοξενήσει στην πολυτελή έπαυλή του, εκτονώνοντας πάνω στην κοπέλα όλες τις ερωτικές ορμές του, παρέα με άφθονο αλκοόλ και πάνω στην τρέλα της στιγμής θα την παντρευτεί στο Λας Βέγκας. Η Ανόρα, θα εγκαταλείψει τη δουλειά της για να αφοσιωθεί στον άνθρωπο, που την έβγαλε από τη μιζέρια της, ζώντας το παραμύθι των ονείρων της. Όταν οι γονείς του μαθαίνουν για τον γάμο του, κάνουν ταξίδι αστραπή στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να διαλύσουν τον γάμο, να τον πάρουν πίσω στη Ρωσία και να τον βάλουν στο ίσιο δρόμο.
Το love story, που ταιριάζει με τις τρέλες και το τυφλό τζογάρισμα του Λας Βέγκας, χάνει τη λάμψη του και μετατρέπεται σε μία οδυνηρή εμπειρία αυτογνωσίας και ένα σκληρό μάθημα για μια κοπέλα, που ήθελε να πιστέψει στην τύχη της και στα αγνά αισθήματα ενός άντρα.
Παρά ταύτα, ο Μπέικερ, δεν θα χάσει στιγμή τη σπιρτόζικη ματιά του, αν και η συναισθηματική διάβρωση παραμονεύει, τα ξεκαρδιστικά αστεία, βρίσκουν απέναντί τους, το θλιμμένο βλέμμα της ηρωίδας, που θα βρει το κουράγιο να ξαναξεκινήσει τη ζωή της από το μηδέν, αφού έχει κερδίσει μία επώδυνη, αλλά τόσο χρήσιμη πραγματική ενηλικίωση.
Και όμως ο Μπέικερ, δεν ξεπέφτει ούτε στιγμή σε μελοδραματισμούς, καθώς από το πρώτο μέρος, μίας πειραγμένης ρομαντικής κωμωδίας, περνά στο δεύτερο σαν μια τρελή κωμωδία, με γκαγκς, σπαρταριστούς διαλόγους, δίνει σάρκα και οστά στους Ρώσους γκάνγκστερ, θυμίζοντας κάτι από το κλασικό σκρούμπολ, σε συνδυασμό με τις παρατηρήσεις του για τις κοινωνικές ανισότητες και τα όνειρα, που πρέπει να κομματιαστούν από την πραγματικότητα.
Αν ο Μπέικερ, απέφευγε και τη βολική ευκολία (ή την αμερικάνικη σύμβαση;), για τους αρνητικούς χαρακτήρες εκ Ρωσίας, μπορεί να έχανε το εξ ανατολών πιπεράτο, αλλά θα ήταν πιο ουσιαστικός και αδυσώπητος έναντι των νόμων της αγοράς, την αμερικάνικη πραγματικότητα (να μια τεράστια διαφορά με τον Κασαβέτη και με τους μεγάλους ανεξάρτητους δημιουργούς του παρελθόντος).
Όμως, ας του χαρίσουμε αυτή την παρασπονδία, καθώς μας αποζημιώνει με την επιλογή της σαρωτικής Μάικι Μάντισον στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μία αξιαγάπητη ηρωίδα, που η μέσα από την μπριόζα ερμηνεία της, καταφέρνει να αναδείξει τη μελαγχολία για έναν αντιφατικό κόσμο, φτιαγμένο για να διαλύει τα όνειρα των καταφρονημένων.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Ανόρα, μια νεαρή σεξεργάτρια από το Μπρούκλιν, αρπάζει την ευκαιρία να ζήσει το παραμύθι της Σταχτοπούτας όταν συναντά και παντρεύεται αυθόρμητα τον γιο ενός ρώσου ολιγάρχη. Τα νέα μαθαίνονται στη Ρωσία και το παραμύθι της απειλείται καθώς οι γονείς του καταφθάνουν στη Νέα Υόρκη για να ακυρώσουν τον γάμο.
Δαχομέη
(«Dahomey») Ντοκιμαντέρ, γαλλικής και σενεγαλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μάτι Ντιόπ.
Μία χαίνουσα πληγή που κακοφορμίζει με ευθύνη του «πολιτισμένου» κόσμου και κυρίως τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, έρχεται να αναδείξει το ντοκιμαντέρ της Γαλλοσενεγαλέζας Μάτι Ντιόπ, που αφορά την επιστροφή 26 λεηλατημένων τεχνουργημάτων από τη γαλλική κυβέρνηση στο σημερινό Μπενίν και πρώην αφρικανικό βασίλειο της Δαχομέης. Ένα ντοκιμαντέρ – μανιφέστο, που, παρά ορισμένες σκηνοθετικές του αστοχίες, κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο τελευταίο φεστιβάλ Βερολίνου, το δεύτερο κατά σειρά που κερδίζει την τιμητική ανώτατη διάκριση της Μπερλινάλε, μετά το περσινό βραβείο του γαλλικού ντοκιμαντέρ «On the Adamant» του Νικολά Φιλιμπέρ.
Ντοκιμαντέρ, που είναι ιδιαίτερης σημασίας – στην Ελλάδα γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τι σημαίνει η αρπαγή έργων τέχνης, διότι, όπως είχε πει και η δημιουργός του, ευχαριστώντας την κριτική επιτροπή: «Είναι η ευκαιρία μαζί με το κοινό να ρίξουμε το τείχος της σιωπής».
Το φιλμ, το δεύτερο μεγάλου μήκους της Ντιόπ, είναι η ιστορία της επιστροφής των έργων τέχνης στην πατρίδα τους, έπειτα από μία σύντομη εισαγωγή για την ιστορία του βασιλείου της Δαχομέης.
Η σιωπηλή παρατήρηση της καταγραφής και τοποθέτησης των έργων σε ειδικά κατασκευασμένα κιβώτια, συνοδευόμενη μόνο από τους ήχους τρυπανιών, εργαλείων και τους θορύβους ενός εργοταξίου, μοιάζει με τελετή. Προορισμός τους η πόλη Κοτονού, η διοικητική έδρα του Μπενίν, όπου τα χειροποίητα αγάλματα από κράμα ξύλου και μετάλλου θα στολίσουν τον εκθεσιακό χώρο του προεδρικού μεγάρου.
Ένα φιλμ τεκμηρίωσης και σχολαστικής παρατήρησης, που θέλει, όμως, να είναι και κάτι παραπάνω, με μία ποιητική προσέγγιση και ταυτόχρονα θέτοντας ερωτήματα, για τη συνέχιση της επίδειξης ανωτερότητας και ισχύος ακόμη και σήμερα από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις.
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, ότι η εικόνα, έπειτα από την επιστροφή των αγαλμάτων, μεταφέρεται στους χώρους του πανεπιστημίου της Μπενίν, όπου φοιτητές εκφράζουν τους πολιτικούς τους προβληματισμούς, για τις υποκριτικές διπλωματικές τακτικές της Γαλλίας (επιστρέφει 26 τεχνουργήματα μόνο από τα 7.000 συνολικά που είχε αρπάξει πριν 130 χρόνια), την άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Αφρικής, που είναι διασκορπισμένη σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή την παραδοξότητα να μαθαίνουν οι ίδιοι την ιστορία τους μέσα από τη γαλλική ή γενικότερα από την ευρωπαϊκή οπτική.
Η ηλεκτρονική μουσική υπόκρουση και η αφήγηση, που τοποθετείται σε ένα άγαλμα και που εμψυχώνει το πνεύμα του βασιλιά Γκέζο, για να μας γνωρίσει την ιστορία της αφρικανικής χώρας και της οργής για τη λεηλασία που υπέστη, αποτελούν χρήσιμα ευρήματα, εν αντιθέσει με τη μελαγχολική δραματικότητα ορισμένων κομματιών του φιλμ που πλατειάζουν και φαίνεται ότι οφείλονται στην όχι και τόσο πετυχημένη προσπάθεια της σκηνοθέτιδας να ξεφύγει από την τηλεοπτική προσέγγιση.
Αυτά, όμως, είναι μάλλον λεπτομέρειες, καθώς το φιλμ μιλά και για κάτι μεγαλύτερο, κάτι που αφορά μεγάλο μέρος του κόσμου μας, την προσπάθεια μίας ακόμη χώρας να βρει τον εαυτό της χωρίς τα καλλιτεχνικά επιτεύγματά της, τις πολιτιστικές της ρίζες, την αναζήτηση της ταυτότητάς της, αποκομμένης από το παρελθόν της και μέσα από τις συνθήκες που ορίζουν οι «προστάτες».
Samsara
(«Samsara») Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, ισπανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Λόις Πατίνιο.
Ένα υπερβατικό φιλμ, θαυμαστής σύλληψης και εκτέλεσης, όπου η πραγματικότητα μοιάζει με όνειρο και τα όνειρα γίνονται πραγματικά, μία μοναδική κινηματογραφική εμπειρία, απ’ αυτές που σπανίζουν και δύσκολα βρίσκουν ταίρι. Ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, ένα οπτικό ποίημα εξερεύνηση της ζωής, του θανάτου και της κυκλικής φύσης της ύπαρξης, που κεντρίζει τις αισθήσεις και αναδεικνύεται σε ένα κινηματογραφικό ταξίδι που δεν έχει όμοιό του.
Η ταινία, που κέρδισε το ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ Βερολίνου, καταπιάνεται με τον βουδιστικό κύκλο του θανάτου και της αναγέννησης, αγγίζοντας τον θεατή ως τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξής του, κατευθύνοντάς τον σε μια διάσταση μακριά από τις γνώριμες αισθήσεις.
Η ιστορία ξεκινά από έναν βουδιστικό ναό στο Λάος, εκεί όπου νεαροί διδάσκονται δίπλα σε σοφούς μοναχούς κι ένας απ’ αυτούς διασχίζει κάθε μέρα το ποτάμι για να διαβάσει ένα κείμενο σε μία ηλικιωμένη γυναίκα συνοδό της ψυχής στον Άδη. Όταν θα έρθει η σειρά της να πεθάνει, το πνεύμα της θα πάρει τον δρόμο για τη μετεμψύχωση, ένα μήνυμα στην οθόνη μας καλεί να κλείσουμε τα μάτια για να τη συνοδεύσουμε στο ταξίδι της επόμενης ζωής της, που θα τη φέρει σε μία ακτή της Ζανζιβάρης ως νεαρή κατσίκα. Αυτό το κομμάτι των 15 λεπτών εμφανίζεται στην οθόνη ως ανάγλυφη ταπετσαρία, που υφαίνεται από τον φυσικό κόσμο. Το τρεμόπαιγμα, τα κυματιστά χρώματα, οι μικρές αναλαμπές φωτός στην οθόνη, μέσα από τα μισόκλειστα μάτια δημιουργούν ένα φως που φτάνει μέχρι την ψυχή.
Στην ταινία του Λόις Πατίνιο, ξεχωριστό ρόλο έχει, όμως και ο έρωτας, με δυο ερωτικές σκηνές που είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την εξέλιξη της ιστορίας. Η πρώτη ερωτική σκηνή έχει κάτι το ιερό, καθώς με τη βουδιστική αντίληψη, όταν πλησιάζει η στιγμή της κορύφωσης, τα σώματα γίνονται ανάλαφρα και σχεδόν αιωρούνται στον χώρο και η επαφή των δυο κορμιών παραπέμπει στη δημιουργία του κόσμου. Στη δεύτερη σκηνή, το σώμα δεν είναι απλώς ένα όργανο αλλά ο ναός του πνεύματος. Η γυναίκα γυρίζει γύρω από τον άνδρα αντιπροσωπεύοντας τον χρόνο που περνά, αλλά και την πολυπλοκότητα της Σαμσάρα (ο βουδιστικός κύκλος θανάτου και αναγέννησης), την εναλλαγή ζωής και θανάτου.
Έτσι κι αλλιώς, μία ταινία, που δεν απευθύνεται στο κοινό των μούλτιπλεξ και απαιτεί απ’ τον θεατή να αφεθεί στην πνευματικότητα, να γευτεί μία εικαστική και στοχαστική εμπειρία και μία ευκαιρία για να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει και σκέφτεται το σινεμά.
Venom: Η Τελευταία Πράξη
(«Venom: The Last Dance») Περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης και βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Κέλι Μάρσελ, με τους Τομ Χάρντι, Τσιούετελ Έτζιοφορ, Τζούνο Τεμπλ, Ρις Ίφανς κα.
Αν και η πορεία τού Venom ξεκίνησε στραβά, καταδεικνύοντας, μαζί με άλλες τελευταίες παραγωγές, το δημιουργικό αδιέξοδο στο οποίο έχει εισέλθει πλέον η Marvel Universe, θα βελτιωθεί κάπως στη συνέχεια, με τη δεύτερη ταινία του σκοτεινού υπερήρωα, που είδαμε πριν τρία χρόνια, βρίσκοντας το αντίδοτο στο σαρκαστικό χιούμορ – στα όρια της παρωδίας. Ένα χιούμορ, που εμπιστεύονται οι δημιουργοί της ταινίας και στην τελευταία περιπέτεια του δισυπόστατου αντιήρωα, στο τελευταίο μέρος της τριλογίας.
Η Κέλι Μάρσελ, που έγραψε το σενάριο για τις δυο πρώτες ταινίες, αναλαμβάνει αυτή τη φορά και τη σκηνοθεσία, κάνοντας το ντεμπούτο της και δείχνοντας ότι μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα από τους Ρούμπεν Φλάισερ και Άντι Σέρκις, καθώς ο πρώτος πάτησε άτσαλα πάνω σε όλα τα υπερηρωικά κλισέ και ο δεύτερος αποκλειστικά στο διασκεδαστικό σενάριο. Και ταυτόχρονα δίνοντας περισσότερο χώρο στον Τομ Χάρντι, για να απελευθερώσει το ταλέντο του, να δώσει την εντύπωση ότι κάνει το κέφι του.
Στο τελευταίο μέρος της τριλογίας βλέπουμε τον ρεπόρτερ Έντι Μπροκ και τον εξωγήινο συμβιωτή του Venom να είναι κυνηγημένοι από δυνάμεις που προέρχονται από τους δύο κόσμους τους, με τον κλοιό να σφίγγει ασφυκτικά γύρω τους. Έτσι, θα λάβουν μία καταστροφική απόφαση, που θα ρίξει την αυλαία στις περιπέτειές τους.
Το φιλμ αν και δείχνει να ισορροπεί μεταξύ παρωδίας και περιπέτειας, να διαθέτει το σαρκαστικό χιούμορ, να αξιοποιεί την παρουσία του Τσιούετελ Έτζιοφορ και να βρίσκει ορισμένα ευρήματα που τονώνουν το ενδιαφέρον, πέρα από τα πολυχρησιμοποιημένα εφέ, όταν μπαίνει στις υπαρξιακές και ψυχολογικές αγωνίες του αντιήρωα, αρχίζει να φλερτάρει με τη σοβαροφάνεια.
Η ανέλπιστη εισπρακτική επιτυχία της πρώτης ταινίας, αλλά και της δεύτερης, παρότι τα έσοδα έπεσαν σχεδόν στα μισά, αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι τής Marvel, γνωρίζουν καλά το παιχνίδι της αγοράς, αλλά έχουν αρχίσει να χάνουν εντυπωσιακά την επαφή τους, με όλα αυτά που τους έφεραν στην κορυφή. Δηλαδή, την έμπνευση, τη δημιουργικότητα, το μεράκι, όπως αποδεικνύεται και με το φινάλε των περιπετειών Venom, παρότι αυτή τη φορά βλέπεται ευχάριστα – τουλάχιστον από τους λάτρεις του είδους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Κυνηγημένοι και από τους δύο κόσμους τους και με την κατάσταση να δυσκολεύει πολύ, oι Έντι Μπροκ και Venom, αναγκάζονται να πάρουν μια καταστροφική απόφαση που θα οδηγήσει στην τελευταία πράξη της κοινής τους πορείας.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Birdcage Inn
(«Palandaemun») Η ταινία Κιμ Κι – Ντουκ που τράβηξε την προσοχή των σινεφίλ διεθνώς και έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βερολίνου το 1999. Ο Νοτιοκορεάτης δημιουργός, που πέθανε από επιπλοκές της νόσου Covid 19 το 2020, σε ηλικία 59 ετών, ήταν παραγωγικότατος, πολυσχιδής και προκλητικός, με κύριο χαρακτηριστικό στις ταινίες του τον ωμό ρεαλισμό, τις σοκαριστικές εικόνες, προκαλώντας ορισμένες φορές και τη δυσφορία. Εδώ, σε αυτή την τρίτη του ταινία, ο Κιμ Κι – Ντουκ («Το Νησί», «Pieta», «Το Δίχτυ») στήνει ακόμη ένα καταραμένο τολμηρό δράμα, με πανέμορφα και εμπνευσμένα πλάνα, αλλά χωρίς την υποβλητική αφηγηματική δύναμη των επόμενων ταινιών του. Η Γι-Να, μία νεαρή πόρνη φτάνει σε μια υποβαθμισμένη παραλιακή πόλη και η διαμονή της σε ένα οικογενειακό ξενοδοχείο/οίκο ανοχής, αναστατώνει τα μέλη της οικογένειας που της δίνει προστασία. Για τους θιασώτες του ξεχωριστού έργου του Κιμ Κι – Ντουκ.
Πώς να Σώσετε έναν Μάγο
(«How to Save the Immortal») Ταινία κινουμένων σχεδίων, ρωσικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ρομάν Αρτεμίεφ, γύρω από τις περιπέτειες ενός μάγου, που μπορεί να παραπέμπει σε βαμπίρ, αλλά βασίζεται σε παραδοσιακούς λαϊκούς θρύλους. Ο αιώνια νέος και πάντα κομψός Ξεροκόκαλος ο Αθάνατος προσπαθεί να βρει το ταίρι του εδώ και τριακόσια χρόνια. Άλλοτε εκφοβίζει τις πριγκίπισσες κι άλλοτε τις μεταμορφώνει σε βατράχια, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν έχει κάνει το φλερτ αποτελεσματικότερο. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ -ΜΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης / photo: freepik)