Ανοίγει πράγματι η λογοτεχνία που γράφεται από γυναίκες τον δρόμο για ένα διαφορετικό σύμπαν; Τα ερωτήματα επανέρχονται επί πολλές δεκαετίες, αλλά η Αριστέα Παπαλεξάνδρου με το δίτομο έργο της «Δρέποντας τα όστρακα των διθυράμβων τους», που κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό από τις εκδόσεις Ενύπνιο, πηγαίνει εξαρχής πέρα από αυτά.
Η Παπαλεξάνδρου, ποιήτρια η ίδια, βάζει κάτω από τον φακό της το διάστημα 1974-2000 και έχει ψάξει περίπου τα πάντα: λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες, ανθολογίες και ιστορίες λογοτεχνίας, τόμους κριτικής ερμηνείας και αξιολόγησης. Παρακολουθώντας την ιστορία της κριτικής για τη γυναικεία ποίηση, ξεδιπλώνει και την ολοζώντανη εικόνα της ιστορίας της γυναικείας ποίησης μέχρι το πιο κρίσιμο σημείο: όταν με άλλα λόγια, όπως το είπαμε προηγουμένως, θα περάσουμε από τη γυναικεία ποίηση στην τέχνη της ποίησης ανεξαρτήτως φύλου.
Οι γυναίκες προσήλθαν στην ποίηση (δεν συνέβη το ίδιο με την πεζογραφία) από πολύ νωρίς (ας σκεφτούμε τους ερωτικούς στίχους της Σαπφώς), αλλά μόνο από τον 19ο αιώνα και μετά άρχισαν να διαμορφώνουν την εντελώς προσωπική τους γλώσσα. Η έννοια της υποκειμενικότητας αναδείχθηκε από γυναίκες θεωρητικούς της εποχής μας (ανάμεσά τους η Τζούλια Κρίστεβα και η Κατρίν Κλεμάν), που έβαλαν απέναντι στον άκαμπτο και αυταρχικό λόγο του ανδρικού φύλου τη συνεχή κινητικότητα, την πολυσημία και την ανατρεπτική διάθεση της γυναικείας έκφρασης.
Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική ποίηση, οι γυναίκες ξεκίνησαν την πορεία τους από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα (από την Αιμιλία Δάφνη, τη Μυρτιώτισσα, τη Μαρία Πολυδούρη, τη Ρίτα Μπούμη-Παπά και τη Μελισσάνθη μέχρι τη Μέλπω Αξιώτη, τη Μάτση Χατζηλαζάρου, τη Ζωή Καρέλλη και τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη), για να ενισχύσουν φανερά τη θέση τους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (από την Ελένη Βακαλό, τη Βικτωρία Θεοδώρου, την Όλγα Βότση και τη Μαντώ Αραβαντινού μέχρι την Κική Δημουλά, τη Ζέφη Δαράκη, τη Νανά Ησαΐα και την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ). Το διαταραγμένο και κατακερματισμένο εσωτερικό τοπίο, το αθόρυβο, σχεδόν αποσιωπημένο γυναικείο βίωμα, η ερωτική και η υπαρξιακή οδύνη, η ισχυρή σωματική αίσθηση, όπως και η σταδιακή μετάβαση από την παράδοση στον μοντερνισμό, τον υπερρεαλισμό και τα πρώτα φανερώματα του μεταμοντερνισμού δίνουν τα απαραγνώριστα στοιχεία αυτής της μακράς διαδρομής, που δεν θα αργήσει να προετοιμάσει μια καινούργια περίοδο: την περίοδο την οποία θα εγκαινιάσουν οι γυναίκες της γενιάς του 1970. Η Παυλίνα Παμπούδη, η Άντεια Φραντζή, η Μαρία Κυρτζάκη, η Τζένη Μαστοράκη, η Δήμητρα Χριστοδούλου, η Μαρία Λαϊνά, η Νατάσα Χατζιδάκι, η Βερονίκη Δαλακούρα και η Αθηνά Παπαδάκη είτε θα ταιριάξουν τη μυθολογία της φύσης και την καθημερινότητα του γυναικείου φύλου με τις αρχαϊκές τους εικόνες, είτε θα εικονογραφήσουν την πάλη με το ανέκφραστο και τις ανεκδήλωτες σημασίες της γλώσσας.
Στην πραγματικότητα, το κριτικό ενδιαφέρον για τις ποιήτριες, παλαιότερες και νεότερες, τείνει να αποκτήσει σάρκα και οστά (και να καταστεί με σαφήνεια ορατό) κατά διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Η κριτική εξακολουθεί να υποφέρει από προκαταλήψεις, να παγιδεύεται σε παλινδρομήσεις, να αρνείται πλήθος παραδοχές, πλην όχι μόνο είναι πλέον σε θέση να παρακολουθήσει τον γυναικείο λόγο με τους όρους που θέτει ο ίδιος στον εαυτό του, αλλά και να τον συγκρίνει τη διεθνή ποιητική σκηνή (γυναικεία και ανδρική), καταλήγοντας στη συμπερίληψή στον λογοτεχνικό κανόνα. Κατά την επόμενη δεκαετία θα επέλθει έκρηξη για τις ποιήτριες, τόσο ως προς τα μεγέθη της εκδοτικής παραγωγής και την έκταση των κριτικών αναφορών όσο και ως προς την παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα.
Στην πολυσέλιδη διαδρομή της η Παπαλεξάνδρου θα μείνει μέσω της έρευνας της κριτικής όχι μόνο στα καθιερωμένα ονόματα, όπως τα είδαμε να εκτυλίσσονται πρωτύτερα, αλλά και θα εστιάσει σε μια σειρά αφανών περιπτώσεων, που χάθηκαν δικαίως ή αδίκως μέσα στον χρόνο. Θέλω να τονίσω πως εκείνο που κυριαρχεί εδώ δεν είναι η σχολαστικότητα του φιλολόγου, αλλά το πάθος του ερευνητή ή καλύτερα της ερευνήτριας. Ερευνήτρια, η οποία θα μας φέρει κοντά στις σιωπές και τα κενά της ιστορίας της λογοτεχνίας για να αποκτήσουμε μια έντονη αίσθηση του καθημερινού και ιστορικά περίπου άπιαστου λογοτεχνικού γίγνεσθαι. Κι αυτό δεν είναι μικρό και λίγο, αλλά ήδη πολύ – ευπρόσδεκτα πολύ.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ -ΜΠΕ / Β. Χατζηβασιλείου / photo: pixabay)