«Ο πρώτος είναι παρουσιάζοντας τις επιτυχίες που σημειώνει η ελληνική οικονομία να πανηγυρίσουμε και να ξεχάσουμε ότι ακόμα πολλοί συμπολίτες μας περνάνε δύσκολα. Ο δεύτερος είναι να απαξιώσουμε την πρόοδο που έχει συντελεστεί πέφτοντας στην παγίδα του λαϊκισμού. Ο τρίτος είναι να παρασυρθούμε από τις σειρήνες των ανέξοδων υποσχέσεων που στην αρχή ηχούν ευχάριστα στους πολίτες και στο τέλος αποδεικνύονται βαθύτατα επιζήμιες για όλους μας», είπε.
Εξήγησε στη συνέχεια τους «τέσσερις μεγάλους στόχους οι οποίοι προκύπτουν από τον Προϋπολογισμό του 2025». Όπως ανέφερε: «Στόχος πρώτος: Περισσότερες δουλειές, καλύτερες δουλειές, με καλύτερους μισθούς. Ό,τι έχουμε κάνει μέχρι τώρα εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο. Μέσα σε πέντε χρόνια μέσα από την πολιτική μας δημιουργήθηκαν 500.000 νέες θέσεις εργασίας. Σε ποσοστά η ανεργία από το 19,2% έχει πέσει λίγο πάνω από το 9% το 2024, μέσα σε πέντε χρόνια. Με λίγα λόγια, μισό εκατομμύριο απαντήσεις σε κάθε έναν που αναρωτιέται πώς γίνεται να μειώνονται οι φόροι και να αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα του κράτους. Μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας πιο κοντά στην αύξηση του ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας που νομοτελειακά, ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, με συνέπεια να δεσμευόμαστε να δημιουργούμε συνεχώς νέες θέσεις εργασίας και βέβαια, όσο το δυνατόν, πιο καλοπληρωμένες».
Στο σημείο αυτό έκανε ειδική αναφορά «στην ανεργία των νέων που ακόμα -για να λέμε μόνο την αλήθεια σε αυτή την αίθουσα- είναι υψηλή σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά μέσα σε πέντε χρόνια από το 36% έχει πάει στο 17%». Υπογράμμισε ότι «η κυβέρνηση Μητσοτάκη απέδειξε με πράξεις ότι υπάρχει και ένας άλλος δρόμος, ένας δρόμος προσέγγισης των νέων ανθρώπων με πρώτο και κυριότερο όπλο το να τους δώσει τη δυνατότητα από το να πληρώνονται με το επίδομα ανεργίας να έχουν μία αξιοπρεπή δουλειά».
Συνεχίζοντας τόνισε ότι «ο δεύτερος στόχος είναι η στήριξη της οικογένειας. Μπορούμε να κοιτάμε στα μάτια κάθε νέα μητέρα και κάθε νέο πατέρα, γνωρίζοντας ότι εξαντλούμε όλα τα δημοσιονομικά περιθώρια για τη στήριξή τους. Είμαστε δίπλα, ειδικά στις νέες μητέρες. Να μην ξεχάσουμε ότι πριν από λίγα χρόνια μία νέα μητέρα έπαιρνε λίγο πάνω από 800 ευρώ σε αυτό το πολύ δύσκολο νέο ξεκίνημα της ζωής της. Πλέον αν αθροίσει κάνεις το επίδομα μητρότητας και το επίδομα γέννησης, αυτά τα λεφτά φτάνουν μέχρι και τα 10.000 ευρώ για τους πρώτους μήνες αυτού του νέου ιερού ρόλου. Τα vouchers για βρεφονηπιακούς σταθμούς, η κατάργηση του φόρου από 1-1-2025 για την ασφάλιση υγείας για παιδιά μέχρι 18 ετών, αυτά και πολλά ακόμα -για να μην σας κουράσω, η έμφαση, για παράδειγμα, στις αυξήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους, σε όσους είναι γονείς- τα σχεδιάζει η κυβέρνηση και εμπεριέχονται πολλές τέτοιες πρωτοβουλίες στον επόμενο προϋπολογισμό».
Πρόσθεσε ότι «αυτό, λοιπόν, που θέλω να γνωρίζουν όλοι οι γονείς είναι πως είμαστε εδώ, είμαστε εδώ για να συνεχίσουμε με σταθερό ρυθμό και κοστολογημένο σχέδιο την προσπάθεια για την ανακούφιση από τα βάρη που καθημερινά σηκώνουν».
Και ως τρίτο στόχο ανέφερε «τη στήριξη της μεσαίας τάξης που υπέστη τα προηγούμενα χρόνια τη μεγαλύτερη ζημιά στα εισοδήματά της. Ενισχύσαμε τη μεσαία τάξη, πρώτον και κυριότερο, μειώνοντας ή καταργώντας μέσα σε πέντε χρόνια πάνω από εξήντα φορολογικούς συντελεστές και κυρίες και κύριοι Βουλευτές και άμεσους φόρους και έμμεσους φόρους, είκοσι τρεις έμμεσους φόρους συγκεκριμένα.
Το ίδιο θα κάνουμε και το 2025, επιπλέον δώδεκα μειώσεις φόρων -είναι πολύ σημαντικό να το τονίζουμε σε μία χώρα που για πάρα πολλά χρόνια είχε συνηθίσει τους πολίτες για το αντίθετο. Από την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες ως την απαλλαγή από τον φόρο ασφαλίστρου, συμβολαίων υγείας για παιδιά μέχρι 18 ετών, από τη μείωση επιπλέον 1% -6% συνολικά θα φθάσει η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από 1-1-2025- την επιπλέον μείωση του ΕΝΦΙΑ για ακίνητα που ασφαλίζονται, ακόμα 20%.
Και βέβαια, γιατί κοιτάξαμε στα μάτια τους αγρότες και τους υποσχεθήκαμε κάποιες συγκεκριμένες ικανοποιήσεις λογικών αιτημάτων, θα προχωρήσουμε στη μονιμοποίηση της επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο».
Υπογράμμισε ότι «αυτό είναι, λοιπόν, μια δίκαιη πολιτική, γιατί μέσα από αυτές τις μειώσεις φόρων έχουμε καταφέρει να αυξήσουμε, όπως είπα πριν, τα φορολογικά έσοδα; Διότι τι θέλει η μεσαία τάξη, τι θέλουν αυτοί που κάποιοι ειρωνικά τα προηγούμενα χρόνια αποκάλεσαν «νοικοκυραίους»; Είναι αυτοί που με συνέπεια κάθε μήνα από το υστέρημα του εισοδήματός τους πληρώνουν το κράτος, πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, υπομένουν και κρατούν τη χώρα μας όρθια. Αυτή είναι η μεσαία τάξη. Δύο πράγματα θέλει: Λιγότερους φόρους -προσπαθούμε να μειώνουμε συνεχώς τους φόρους και θα μειώσουμε περισσότερους φόρους τα επόμενα χρόνια- και αυτοί οι φόροι που πληρώνουν κάπου να πηγαίνουν, να πιάνουν τόπο.
Και ναι, αρχίζουν τα λεφτά που δίνουν στο κράτος οι πολίτες να πιάνουν τόπο, αρχίζουν να φαίνονται σε καλύτερα νοσοκομεία, με χρηματοδότηση 73% παραπάνω για την υγεία, σε καλύτερα σχολεία, σε περισσότερους γιατρούς κατά 10% μέσα σε πέντε χρόνια, σε προληπτικές εξετάσεις -που ήταν μια άγνωστη έννοια για τη χώρα- σε μια νέα κουλτούρα πρόληψης για την Πολιτική Προστασία, σε ένα ψηφιακό κράτος που δεν είναι πλέον ανέκδοτο, αλλά είναι μια πραγματικότητα και βέβαια, σε συνταξιούχους που, πέραν των αυξήσεων που παίρνουν -ναι, δεν φτάνουν- παίρνουν τη σύνταξή τους σε κάποιους μήνες και όχι σε τρία χρόνια. Αυτό θέλει η μεσαία τάξη.Χρειάζεται, προφανώς να της δώσουμε περισσότερα και πρέπει και το 2025 και κυρίως, τα επόμενα χρόνια να είναι στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας».
Κλείνοντας ανέφερε ως τέταρτο στόχο, «το στεγαστικό, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κυρίως οι νεότεροι και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και ειδικά όσοι νοικιάζουν ένα σπίτι και έχουν μια οικογένεια.
Δεν θα σας πω ότι λύνουμε το πρόβλημα με αυτά τα οποία οι αξιότιμοι βουλευτές θα ψηφίσουν στον Προϋπολογισμό για το 2025. Θα σας πω, όμως, ότι υπάρχει σχέδιο για να μειωθούν οι επιπτώσεις. Υπάρχει το Πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ», σε συνέχεια του πρώτου Προγράμματος, υπάρχουν συγκεκριμένες φοροαπαλλαγές για να μετατραπεί ένα ακίνητο από βραχυχρόνια σε μακροχρόνια μίσθωση, το Πρόγραμμα «Ανακαινίζω-Νοικιάζω», το Πρόγραμμα «Αναβαθμίζω το Σπίτι μου».
Υπάρχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο και μια συγκεκριμένη πολιτική και βέβαια, στήριξη σε συγκεκριμένα επιδόματα, όπως η αύξηση του φοιτητικού-στεγαστικού επιδόματος».
Ο κ. Μαρινάκης έκλεισε με μια προσωπική αναφορά λέγοντας: «Όπως σας είπα, θυμάμαι να βλέπω από την τηλεόραση συζητήσεις για προηγούμενους προϋπολογισμούς. Τότε και εγώ και όλοι οι συνομήλικοί μου είχαμε μια απορία: Ποια χώρα θα μας χωρέσει; Σε ποια χώρα μπορούμε να δουλέψουμε; Και δυστυχώς, η πιο δημοφιλής απάντηση ήταν σίγουρα: Όχι στην Ελλάδα. Και για όσους μείναμε πίσω ήταν ακόμα πιο δύσκολο.
Επειδή άκουσα, λοιπόν, από πολλούς βουλευτές της αντιπολίτευσης ότι μιλάμε μόνο με αριθμούς, μιλάμε μόνο με κάποια δεδομένα, τα οποία μάλιστα, ενώ είναι αντικειμενικά και τα δέχεται συνολικά η Ευρώπη, εν πάση περιπτώσει, εγώ θα σας πω έναν αριθμό που θεωρώ ότι είναι σημαντικός, γιατί αναφέρεται σε ανθρώπους. Τριακόσιες πενήντα χιλιάδες νέοι άνθρωποι γύρισαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια από τις εξακόσιες ογδόντα χιλιάδες που είχαν φύγει. Αυτοί, λοιπόν, οι τριακόσιες πενήντα χιλιάδες νέοι μαζί με αυτούς οι οποίοι έμειναν πίσω και άντεξαν στα δύσκολα, όλοι μαζί δίνουν το σήμα ότι η Ελλάδα επιστρέφει.
Το γεγονός ότι ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη, μεγάλες οικονομίες αναζητούν έστω και λίγους μήνες πολιτικής σταθερότητας και εδώ συνεχίζουμε να χτίζουμε με γερά θεμέλια, παρά τις πολλές δυσκολίες που υπάρχουν ακόμα, σημαίνει ότι η Ελλάδα δυναμώνει και ότι στα πιο δύσκολα χρόνια των μεγαλύτερων κρίσεων, σε χρόνια παγκόσμιας πληθωριστικής κρίσης και πολέμων εμείς αντέξαμε χάρη στην πολιτική μας, αλλά κυρίως χάρη στην υπομονή και την εργατικότητα των πολιτών, σημαίνει ότι η Ελλάδα σίγουρα μπορεί πολλά περισσότερα».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ολοκλήρωσε την ομιλία του στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό επισημαίνοντας:
«Το 2024 φεύγει με μια αντίφαση πράγματι. Σημαντική πρόοδος, πολύ καλές ειδήσεις, καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας, μείωση της ανεργίας, καλύτεροι μισθοί από ό,τι ήταν και μάλιστα, παρά την πρωτοφανή ακρίβεια, μεγαλύτερες αυξήσεις από τις αυξήσεις του πληθωρισμού, αλλά και σίγουρα πάρα πολλές δυσκολίες για τους πολίτες.
Το 2025 έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι θα εδραιωθεί η πεποίθηση ότι η χώρα μας βαδίζει μπροστά. Στόχος το 2026 και το 2027, όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας να βιώσουν αυτή την ανάπτυξη, να καταλάβουν αυτή τη βελτίωση, να νιώσουν στην τσέπη τους σίγουρα μια σημαντική βελτίωση της καθημερινότητάς τους.
Εμείς, λοιπόν, έχουμε συγκεκριμένο σχέδιο για να το πετύχουμε. Αυτό είναι το πρόγραμμά μας, που έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι θα υλοποιηθεί».
ΑΠΕΜΠΕ – φωτο:eurokinissi