Οι ένοπλες δυνάμεις της Ταϊβάν παρέλαβαν 38 άρματα μάχης Abrams, ανακοίνωσε σήμερα το υπουργείο Άμυνας της νήσου, που συνεχίζει να ενισχύει τις στρατιωτικές δυνατότητές της, με προφανή στόχο την πρόκληση της Κίνας.
Τα άρματα τύπου M1Α2 Abrams έφθασαν στην Ταϊβάν χθες Κυριακή το βράδυ και μεταφέρθηκαν σε βάση εκπαίδευσης τεθωρακισμένων στη Χσιντσού, νότια της πρωτεύουσας Ταϊπέι, διευκρίνισε το υπουργείο.
Πρόκειται για τα πρώτα νέας τεχνολογίας άρματα κύριας μάχης τα οποία παραδίδονται στην Ταϊβάν εδώ και 30 χρόνια, σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Central News Agency.
Heavy Armors Have Arrived!
— 國防部 Ministry of National Defense, ROC(Taiwan) 🇹🇼 (@MoNDefense) December 16, 2024
Welcome to join us!#M1A2T #ROCArmy pic.twitter.com/OTXtU7pw5h
Η κυβέρνηση παρήγγειλε 108 μονάδες στις ΗΠΑ το 2019, έναντι 1,2 δισεκ. και πλέον δολαρίων. Τα υπόλοιπα θα παραδοθούν το 2025 και το 2026, διευκρίνισε αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων της Ταϊβάν στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Η Ουάσιγκτον είναι εδώ και δεκαετίες ο βασικός προμηθευτής στρατιωτικού εξοπλισμού της Ταϊπέι και προστάτιδα δύναμή της, κάτι που δεν έχει πάψει ποτέ να προκαλεί την οργή του Πεκίνου, που θεωρεί την Ταϊβάν κινεζική επαρχία και ανά πάσα στιγμή είναι σε θέση να εισβάλλει.
Ο στρατός της Ταϊβάν διαθέτει το τρέχον διάστημα κάπου 1.000 άρματα μάχης που έχουν κατασκευαστεί στη χώρα, όπως το CM Brave Tiger, καθώς και αμερικανικού σχεδιασμού M60A3, τα οποία χαρακτηρίζονται ως απαρχαιωμένης τεχνολογίας.
Στις αρχές Νοεμβρίου, η Ταϊβάν έλαβε την πρώτη της παρτίδα εκτοξευτήρων πολλαπλών πυραύλων HIMARS, MLRS του τύπου που χρησιμοποιεί η Ουκρανία στον πόλεμο με την Ρωσία.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε δεκαετιών, οι ΗΠΑ έχουν πουλήσει στην Ταϊβάν στρατιωτικούς εξοπλισμούς και πυρομαχικά αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, ιδίως μαχητικά αεροσκάφη πολλαπλών ρόλων F-16 και πολεμικά πλοία.
Η Κίνα και η Ταϊβάν συνυπάρχουν από το 1949 με χωριστές κυβερνήσεις, αλλά το Πεκίνο θεωρεί πάντα τη νήσο αναπόσπαστο τμήμα της κινεζικής επικράτειας.
Επομένως κάθε αμερικανική ανάμειξη θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο στρατιωτικής επέμβασης όπως συνέβη και με την Ρωσία στην Ουκρανία.