Δεν είχε πια έμπνευση! Δεν μπορούσε να γράψει άλλο μυθιστόρημα! Ο κόσμος γύρω του ήταν άψυχος. Είχε χαθεί η «φλόγα» από τους περισσότερους.
Όλο μουντζούρωνε και μουντζούρωνε χαρτιά με ατέλειωτες σημειώσεις.
Δεν υπήρχε θέληση για περιπέτεια! Όλοι ήθελαν να γίνονται όλα γρήγορα, δεν είχαν πια υπομονή για το οτιδήποτε.
Ο κόσμος είχε γίνει όλο και πιο εγωιστικός!
Το ρολόι έδειχνε 21.00! Έσβησε το μισοτελειωμένο τσιγάρο και ετοιμάστηκε να βγει για να πάει σε ένα μπαρ! Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και απλά ήθελε να πιει…
Είχε χιονίσει ελάχιστα έξω και στροβιλιζόταν ένα παγωμένο αεράκι. Περπατούσε προσεχτικά να μην γλιστρήσει.
Οι περισσότεροι έτρωγαν στα σπίτια τους, αλλά αυτός είχε απλά τον νου του στο πως θα γράψει. Λες και περίμενε να βρει έμπνευση στο πιοτό.
Μπήκε σε ένα παλιό ξύλινο ροκάδικο! Ο μπάρμαν τον καλωσόρισε με ένα σφηνάκι ουίσκι! Λες και ήξερε πως ήθελε μανιωδώς να πιει, προκειμένου να ξεχάσει τα άγχη που τον βασάνιζαν.
Τι θα πιείς τον ρώτησε; Μιας και έκανες την αρχή, βάζε ουίσκι. Απλά με λίγο πάγο να σπάει το αλκοόλ, απάντησε εκείνος.
«Μόνος χριστουγεννιάτικα;», τον ρώτησε ο μπάρμαν. Μόνος ναι, αποκρίθηκε.
Στο μαγαζί να ήταν ακόμα κάνα δυο άτομα. Οι περισσότεροι ήταν σε σπίτι ή σε φαγάδικα, προκειμένου να τιμήσουν το χριστουγεννιάτικο μενού.
Άρχισε να παίζει η αγαπημένη του «ροκιά». Η έμπνευση όμως αγνοείτο. Τι θα έκανε;
Ας σταματούσε! Πόσο βαρετά είναι όλα! Ο κόσμος πια δεν θέλει να διαβάζει! Θέλει απλά κάτι καλό στα γρήγορα που θα τον καθησυχάζει, όπως ένα γρήγορο σάντουιτς ικανοποιεί την πείνα μετά από ένα καλό μεθύσι.
Είχε αρχίζει και ο ίδιος να μεθάει! Ξαφνικά, όλα σκοτείνιασαν στο μπαρ. Ένα μαύρο πέπλο άρχιζε να σκεπάζει τα πάντα. Ο μπάρμαν αρχίζει να φωνάζει «γράψε κάτι, γράψε κάτι»!
Μουντζούρες άρχισαν να εμφανίζονται παντού και «κατάπιναν» τα πάντα. Φωτογραφίες, ποτά, αφίσες, ακόμα και τους δύο επισκέπτες.
«Γράψε κάτι», του είπε ο μπάρμαν, «Δεν με ακούς που σου φωνάζω;».
Δεν μπορώ, δεν ξέρω τι να γράψω, απαντούσε.
-«Ζήτησες;» τον ρωτάει ο μπάρμαν.
-Τι να ζητήσω;
-Γνώση, έμπνευση;
-Όχι!
-Ε, ζήτα!
Οι μουντζούρες μονομιάς σταμάτησαν! Στράφηκαν προς την είσοδο και εξαφανίστηκαν! Ένα απερίγραπτο φως άρχισε να ξεπροβάλλει από τις χαραμάδες της παλιά ξύλινης πόρτας του μπαρ, μέχρι που μια φωτεινή οπτασία εμφανίστηκε.
-Με «φώναξες»;
-Σε σκέφτηκα.
-Γιατί με ξεχνάς; Έλα πάμε! Έχουμε δουλειά!
-Τι δουλειά; Ποιός διαβάζει πια!
-Όσο οι μουντζούρες υπάρχουν, πρέπει να μην σταματάμε. Ξύπνα και πάμε. Ξεκινάμε! Ξύπνα!
Τι περίεργο χριστουγεννιάτικο όνειρο! Ένιωθε διαφορετικά. Ήταν έτοιμος να συνεχίσει να γράφει. Κοιτάει την οθόνη και βλέπει το μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει: «Το παλιό ξύλινο ροκάδικο».
Συμπλήρωσε στον τίτλο: «Τα μουντζουρωμένα Χριστούγεννα».
Η γνώση είναι δύναμη! Αρκεί να την θες! Αρκεί να την ζητήσεις…