Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Bristol συνέκριναν 23 ήδη δημοσιευμένες μελέτες με αντικείμενο έρευνας την κατανάλωση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και βρήκαν στοιχεία που δείχνουν ότι οδηγεί, επίσης, και σε χαμηλότερο βάρος γέννησης.
Πιο αναλυτικά, οι επιστήμονες συνέκριναν παιδιά από ίδιες οικογένειες, των οποίων οι μητέρες είτε περιόρισαν είτε αύξησαν την κατανάλωση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τυχαιοποιημένες δοκιμές ελέγχου αντί της παραδοσιακής παρατηρητικής προσέγγισης, κατά την οποία οι συμμετέχοντες έχουν ήδη εκτεθεί σε παράγοντες κινδύνου και δεν γίνονται παρεμβάσεις ώστε να αλλάξει το ποιος εκτίθεται ή όχι.
Όλες αυτές οι μελέτες που περιλήφθηκαν στην επανεξέταση, επιχειρούσαν να συγκρίνουν παρόμοιες ομάδες ανθρώπων, οι οποίες διέφεραν μόνο όσον αφορά στην έκθεσή τους στο αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η μελέτη μπορεί να απέτυχε να καθορίσει τα επίπεδα του αλκοόλ που οδηγούν στην εγκεφαλική βλάβη, ωστόσο η επικεφαλής ερευνήτρια, Δρ. Luisa Zuccolo, τονίζει πως «τα στοιχεία σχετικά με τις βλάβες που μπορεί να προξενήσει το αλκοόλ στα παιδιά πριν τη γέννησή τους ολοένα και αυξάνονται και η έρευνά μας είναι η πρώτη που εξετάζει το σύνολο των μελετών πάνω στο θέμα».
Τελικά, τα ευρήματα επιβεβαιώνουν τη θεωρία – με την οποία επί του παρόντος συμφωνεί η επιστημονική κοινότητα – που υποστηρίζει ότι η κατανάλωση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεάσει τη γνωστική ικανότητα ενός παιδιού αργότερα στη ζωή του, όπως επίσης την εκπαίδευση αλλά και το βάρος γέννησης.
«Το μήνυμα της μηδενικής κατανάλωσης αλκοόλ στην εγκυμοσύνη είναι τώρα πιο σημαντικό από ποτέ, αν λάβουμε υπόψιν πρόσφατη έρευνα που δείχνει ότι η βιομηχανία αλκοόλ προβάλλει συγκεχυμένες πληροφορίες σχετικά με τις πραγματικές επιπτώσεις της κατανάλωσης αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης στην υγεία», καταλήγουν οι επιστήμονες.
(Ygeiamou – φωτο:pexels)