Ακολουθεί αναλυτικά το άρθρο:
Οι αρχές της δεκαετίας του ’80 αποτέλεσαν μία περίοδο σταθμό για την ελληνική κοινωνία, όσον αφορά τη ρύθμιση των σχέσεων των συζύγων αλλά και των σχέσεων των γονέων με τα παιδιά. Μεταξύ πολλών και ριζικών αλλαγών που έφερε ο νόμος 1329/83, ήταν και ότι η γονική μέριμνα θα ασκούνταν πλέον από κοινού και από τους δύο γονείς, σε αντίθεση με το παρελθόν, κατά το οποίο, ο πατέρας και σύζυγος ήταν ο απολύτως κυρίαρχος στα ζητήματα αυτά.
Σήμερα, το Σχέδιο Νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης που κατατέθηκε στη Βουλή, φιλοδοξεί να απαντήσει στις νέες κοινωνικές ανάγκες που διαμορφώνονται γύρω από το θέμα της άσκησης της γονικής μέριμνας μετά το χωρισμό των γονέων.
Καταφέρνει όμως και σε ποιο βαθμό να ανταποκριθεί σε αυτές τις νέες κοινωνικές ανάγκες η σημερινή νομοθετική πρωτοβουλία;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα ερωτήματα που γεννιούνται, οι απορίες που δημιουργούνται και τα θέματα που χρειάζονται διευκρίνηση είναι πολλά.
Μέσα στη πολυπλοκότητα και τη δυναμική των ανθρωπίνων σχέσεων, που δοκιμάζονται και αλλάζουν με τον χρόνο, και γίνονται είτε απόμακρες είτε, πολλές φορές, έντονα συγκρουσιακές, ο νομοθέτης καλείται να παραμείνει απόλυτα επικεντρωμένος στο συμφέρον του παιδιού. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση σε ένα τέτοιο εγχείρημα, ώστε να διατηρηθεί και να ενισχυθεί ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του οικογενειακού δικαίου.
Στο προτεινόμενο από το υπουργείο δικαιοσύνης σχέδιο νόμου δίνεται έμφαση στη σημασία της συνέχισης της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας – και μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή διακοπή συμφώνου συμβίωσης – στην οποία, επί της αρχής, βεβαίως και δεν διαφωνεί κανείς. Δεν κατορθώνεται, ωστόσο, να παραμένει στο επίκεντρο των νέων αυτών ρυθμίσεων το ίδιο το συμφέρον του παιδιού. Θα έλεγε μάλιστα κανείς, ότι μάλλον διαφαίνεται μία προσήλωση στις στοχεύσεις των γονέων, με εμφατική αναφορά σε αυτούς, και μάλιστα ιδιαίτερα στον γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ότι ενώ ο Α.Κ. ήδη προβλέπει ότι ο καθένας από τους γονείς επιχειρεί και μόνος του συνήθεις πράξεις επιμέλειας του παιδιού ή πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα, το προτεινόμενο νομοσχέδιο εισάγει, ως προϋπόθεση θα λέγαμε για τις πράξεις αυτές, τη φράση «κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα». Είναι προφανές ότι, με την πρόβλεψη αυτή, πρακτικά, ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο – που είναι συνήθως η μητέρα – θα επιφορτίζεται με την παράλογη υποχρέωση να βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τον άλλο γονέα. Και μάλιστα για επουσιώδη ζητήματα της τρέχουσας καθημερινότητας του παιδιού. Κάτι που εκτός από άσκοπο είναι και αθέμιτο για την τήρηση της ιδιωτικότητας του γονέα που διαμένει με το παιδί.
Αλλά και γενικότερα, στο κείμενο παρατηρούνται σοβαρές αστοχίες, οι οποίες προσκρούουν στον πυρήνα της προστασίας του συμφέροντος του παιδιού.
Στην πρόβλεψη, για παράδειγμα, ότι «οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα», εντοπίζονται σοβαρά νομικά αλλά και ουσιαστικά προβλήματα, καθώς είναι αδύνατον οι γονείς να «…εξακολουθούν να ασκούν εξίσου τη γονική μέριμνα», αφού «εξίσου» δεν την ασκούν ούτε καν εντός γάμου, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα… Αυτή η προσθήκη όμως της αόριστης, θα λέγαμε, έννοιας «εξίσου», περισσότερο θολώνει το τοπίο, παρά ξεκαθαρίζει ή λύνει θέματα. Διότι δεν διασαφηνίζεται, όπως θα έπρεπε, από τον νομοθέτη, τι ακριβώς σημαίνει και τι «περιλαμβάνει» η έννοια «εξίσου». Εξίσου σε χρόνο, σε ποιότητα, σε συνεισφορά; Διότι, εάν για παράδειγμα, ο όρος «εξίσου» συνδυαστεί με την, επίσης, νέα διάταξη που προβλέπει ότι «ο ελάχιστος χρόνος επικοινωνίας τεκμαίρεται στο 1/3 του συνολικού χρόνου», «με φυσική παρουσία», τότε η «εξίσου» άσκηση γονικής μέριμνας μπορεί να ερμηνευτεί και ως ισόχρονη… Και η ισόχρονη άσκηση γονικής μέριμνας, προφανώς και παραπέμπει στην υιοθέτηση της εναλλασσόμενης κατοικίας. Δημιουργούνται έτσι, νέα ζητήματα που τείνουν να περιπλέξουν τις καταστάσεις ανάμεσα σε δύο γονείς, εις βάρος πάντα του παιδιού. Αδόκιμη εννοιολογικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, επιπλέον, και η χρήση, στην προκειμένη περίπτωση, του όρου «τεκμαίρεται». Ένας όρος που, επιπρόσθετα, προσδίδει στην επικοινωνία ενός γονέα με το παιδί του, χαρακτήρα υποχρεωτικότητας, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται περί δικαιώματος. Και ενώ γίνεται χρήση του όρου αυτού στη διάταξη για την επικοινωνία, αμέσως παρακάτω, η υποχρεωτικότητα αυτή αναιρείται ολοσχερώς, εάν τελικά ο γονέας ζητήσει λιγότερη επικοινωνία. Έτσι, αλλοιώνεται κατά βάση η προσέγγιση της προστασίας της επικοινωνίας του γονέα που δεν διαμένει με το παιδί, καθώς αυτή επιχειρείται μέσα από ένα προδιαγεγραμμένο πλαίσιο επικοινωνίας και όχι με βάση το ίδιο το συμφέρον του παιδιού. Το οποίο, βεβαίως, οφείλει να προσεγγίζεται κατά περίπτωση και συγκεκριμένα (in concreto) από τον δικαστή. Ακριβώς διότι διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση, και κάθε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται ως μοναδική. Γι’ αυτό και ο ρόλος της δικαστικής λειτουργίας στη διευθέτηση των ζητημάτων αυτών είναι καταλυτικός, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τον νομοθέτη.
Μία νομοθετική πρωτοβουλία, άλλωστε, για τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου θα μπορούσε να λειτουργήσει, ταυτόχρονα, και ως μία μεγάλη πρόκληση για ριζικές αλλαγές και πιο αποτελεσματικές λύσεις στην δικαστική προσέγγιση των ιδιαίτερα ευαίσθητων αυτών θεμάτων. Όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με τον θεσμό του οικογενειακού δικαστηρίου, για τον οποίο, υπάρχει ήδη, εδώ και χρόνια, ο σχεδιασμός που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί.
Σε κάθε περίπτωση, σίγουρα οφείλουμε να προχωρήσουμε με πυξίδα τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας, μέσα στην οποία οι ρόλοι και των δύο γονέων έχουν γίνει ακόμη πιο ουσιαστικοί, ακόμη πιο συμμετοχικοί, ακόμη πιο ισότιμοι. Και ο νομοθέτης θα πρέπει να κινείται στην κατεύθυνση περαιτέρω ενδυνάμωσης, αλλά και θωράκισης των ρόλων αυτών αλλά πάντα προς όφελος του παιδιού, ώστε να μπορεί ο δικαστής, έχοντας μία ισχυρή, θετική και με επίκεντρο το παιδί βάση δικαίου, να κρίνει το κατά περίπτωση καλύτερο.
Στο επόμενο διάστημα και μέχρι και την ψήφιση του Σχεδίου Νόμου, θα πρέπει όλα τα παραπάνω που αναφέρονται να συζητηθούν διεξοδικά. Να υπάρξει από όλες τις πλευρές κατάθεση απόψεων, διάθεση για διάλογο χωρίς προκαταλήψεις και ευελιξία, κάτι που θα δώσει τη δυνατότητα να υπάρξουν οι αναγκαίες αλλαγές, πάντα με γνώμονα την ανάγκη για την ενίσχυση του παιδοκεντρικού χαρακτήρα του οικογενειακού δικαίου.
*Άρθρο της Βουλευτή Α’ Αθηνών στην εφημερίδα “Εστία”