Η διαμόρφωση της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής σε ένα πλαίσιο πολύ υψηλού χρέους και αυξανόμενου πληθωρισμού θα είναι δύσκολη, τονίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) σε ανάλυσή του, με αφορμή τα νεότερα στοιχεία που έδειξαν ότι το παγκόσμιο χρέος εκτινάχθηκε το 2020 στο επίπεδο ρεκόρ των 226 τρισ. δολαρίων.
Το Ταμείο αναφέρει ότι η μεγάλη αύξηση του χρέους ήταν δικαιολογημένη από την ανάγκη να προστατευθεί το βιοτικό επίπεδο και η απασχόληση καθώς και για να αποφευχθεί ένα κύμα χρεοκοπιών. «Αν οι κυβερνήσεις δεν είχαν λάβει μέτρα, οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες θα ήταν καταστροφικές», τονίζει.
Προσθέτει, όμως, ότι η αύξηση του χρέους μεγεθύνει τις αδυναμίες, ιδιαίτερα καθώς οι χρηματοδοτικές συνθήκες γίνονται πιο σφιχτές, περιορίζοντας την ικανότητα των κυβερνήσεων να στηρίξουν την ανάκαμψη και τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να προχωρούν σε επενδύσεις.
Κρίσιμης σημασίας πρόβλημα είναι η επίτευξη του σωστού μείγματος δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών σε ένα περιβάλλον υψηλού χρέους και ανόδου του πληθωρισμού. «Η νομισματική πολιτική σωστά εστιάζει τώρα στην αύξηση του πληθωρισμού και των πληθωριστικών προσδοκιών», σημειώνει.
Λιγότερο αποτελεσματική η δημοσιονομική στήριξη
Το ΔΝΤ ξεκαθαρίζει σχετικά δύο πράγματα: Πρώτον, ότι η αύξηση του πληθωρισμού και του ονομαστικού ΑΕΠ μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του χρέους (ως ποσοστό του ΑΕΠ) σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά είναι απίθανο να οδηγήσει σε μία διατηρήσιμη σημαντική μείωσή του. «Καθώς οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια για να αποτρέψουν την παγίωση υψηλών επιπέδων πληθωρισμού, το κόστος δανεισμού αυξάνεται», υπονοώντας ότι η συνακόλουθη αύξηση της δαπάνης για τόκους θα τροφοδοτήσει ξανά τη δυναμική του χρέους. «Οι κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων οικονομιών σχεδιάζουν να μειώσουν τις μεγάλες αγορές κρατικού χρέους και άλλων assets – αλλά ο τρόπος που θα υλοποιηθεί η μείωση αυτή θα επηρεάσει την οικονομική ανάκαμψη και τη δημοσιονομική πολιτική».
Δεύτερον, ότι η αύξηση των επιτοκίων πρέπει να οδηγήσει σε προσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλότερο χρέος. «Όπως δείχνει η ιστορία, η δημοσιονομική στήριξη θα γίνεται λιγότερο αποτελεσματική όταν αντιδρούν τα επιτόκια – δηλαδή, μία αύξηση των δαπανών (ή μείωση των φόρων) θα έχει μικρότερο αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα και θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τις πληθωριστικές πιέσεις, ενώ οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέος πιθανότατα θα ενταθούν».
Καμπανάκι για τις χώρες με υψηλό χρέος
Σύμφωνα με την έκθεση, οι κίνδυνοι θα διογκωθούν αν τα παγκόσμια επιτόκια αυξηθούν ταχύτερα από το αναμενόμενο και η ανάπτυξη καμφθεί. «Αν ο δημόσιος και ο ιδιωτικό τομέας αναγκαστούν να μειώσουν ταυτόχρονα τη μόχλευσή τους, οι προοπτικές ανάπτυξης θα πληγούν».
Οι χώρες που έχουν υψηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, δηλαδή υψηλό κίνδυνο αναχρηματοδότησης του χρέους, ή είναι εκτεθειμένες σε μεγάλες διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, θα πρέπει να προσαρμοστούν ταχύτερα για να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη της αγοράς, σημειώνει το ΔΝΤ.
Η μεγαλύτερη αύξηση του χρέους από το 2020
Το 2020 ήταν η χρονιά με τη μεγαλύτερη αύξηση του παγκόσμιου χρέους από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με το Ταμείο.
Το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 28 ποσοστιαίες μονάδες στο 256% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την τελευταία επικαιροποίηση της βάσης δεομένων του ΔΝΤ για το χρέος.
Στο δημόσιο χρέος αντιστοιχούσε λίγο περισσότερο από το μισό της αύξησης καθώς το παγκόσμιο ποσοστό του εκτινάχθηκε στο 99% του ΑΕΠ, ενώ το χρέος των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών έφθασε επίσης σε νέα υψηλά επίπεδα.
Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η αύξηση του χρέους των αναπτυγμένων οικονομιών, όπου το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από περίπου 70% του ΑΕΠ το 2007 στο 124% το 2020. Από την άλλη πλευρά, το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε με χαμηλότερο ρυθμό από 164% στο 178% του ΑΕΠ, αντίστοιχα.
Το δημόσιο χρέος αντιστοιχεί πλέον σχεδόν στο 40% του συνολικού παγκόσμιου χρέους, ποσοστό που είναι το υψηλότερο από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η εκτίναξη του χρέους μετά το 2007 οφείλεται κυρίως στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και στη συνέχεια στην κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού.
imerisia/ photo eurokinissi