Ο πλανήτης ανησυχεί σε σχέση με τις οικονομικές εξελίξεις. Ο Ιανουάριος του 2025 ξεκίνησε με αύξηση των τιμών του πετρελαίου και σύμφωνα με όσα γράφονται στην Ρωσία θα ξεκινήσει ενεργειακή διπλωματία με την Μόσχα να έχει το πάνω χέρι.
Όπως σημειώνεται, η παγκόσμια γεωοικονομική και γεωπολιτική κατάσταση πιθανότατα θα επηρεάσει τις αγορές ενέργειας. Εάν ο Τραμπ ξεκινήσει έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, η ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα μειωθεί σοβαρά, βάσει των εκτιμήσεων. Επίσης, ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει επανειλημμένα υποσχεθεί την ιδέα μιας μεγάλης κλίμακας υποστήριξης για αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, κάτι που πιθανότατα σημαίνει αυξημένο ανταγωνισμό στον κλάδο και πίεση στις τιμές. Μάλιστα, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο Τραμπ θα επικαλεστεί εξουσίες έκτακτης ανάγκης για να ενισχύσει την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, υποσχόμενος πως θα προωθήσει τα αμερικανικά ορυκτά καύσιμα μειώνοντας την γραφειοκρατία και ό,τι άλλο εμποδίζει στην ανάδειξή τους.
Η πιθανή απάντηση από την Ρωσία στην αύξηση του ανταγωνισμού, εάν προκύψει τέτοια ανάγκη, θα είναι η ενεργειακή διπλωματία μέσω του ΟΠΕΚ+, υπογραμμίζεται. Με άλλα λόγια η Μόσχα θα χρησιμοποιήσει τα πολιτικά της ατού, τα οποία απορρέουν από τις σχέσεις που έχει με τις χώρες του ΟΠΕΚ+, σε αντίθεση με την Ουάσινγκτον, η οποία επί Μπάιντεν τις «χάλασε».
Η Ρωσία και άλλες χώρες του ΟΠΕΚ+ έχουν ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως σημειώνεται, τουτέστιν υψηλό επίπεδο πολιτικού ελέγχου στις επιχειρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το κράτος είναι ο κύριος ή ένας από τους βασικούς μετόχους στις περισσότερες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου και ως εκ τούτου μπορεί να διαμορφώσει την στρατηγική αυτών των εταιρειών σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Οι κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής συνειδητοποίησαν από την δεκαετία του 1950 έως την δεκαετία του 1970 ότι η επιχείρηση πετρελαίου και φυσικού αερίου ήταν πολύ σημαντικό εργαλείο εξωτερικής πολιτικής για να αφεθεί στην καθαρά λογική της αγοράς και σταδιακά την έθεσαν υπό τον έλεγχό τους, γεγονός που τους επέτρεψε να ενισχύσουν ριζικά την διαπραγματευτική τους ισχύ, γράφουν στην Ρωσία. Ένα καλό παράδειγμα είναι η κρίση του 1973 στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία ξέσπασε λόγω του εμπάργκο πετρελαίου που επέβαλαν τα αραβικά κράτη.
Αντίθετα, συμπληρώνεται, οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν μπορούν να καυχηθούν για τον πολιτικό έλεγχο των εθνικών επιχειρήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου και είναι κάπως πιο δύσκολο για αυτές να ακολουθήσουν μια συντονισμένη πολιτική αντιπαράθεσης με τον ΟΠΕΚ+. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να προσπαθήσει να πείσει, να δώσει κίνητρα ή να επιβραβεύσει τις εταιρείες πετρελαίου, αλλά, για την ώρα, οι δυνατότητές του είναι περιορισμένες.
Αναμένεται η συνέχεια…