Σε ανακοίνωσή του το επιμελητήριο αναφέρει: Είναι προφανές ότι αν αυτό συμβεί, δεδομένου ότι οι Χούθι διεξάγουν αυτό τον «ιδιότυπο πόλεμο» μέσω του παγκόσμιου εμπορίου, η «παράπλευρη απώλεια» θα ονομάζεται ευρωπαϊκή οικονομία.
Και τούτο γιατί αν κλιμακωθεί η κρίση είναι προφανές ότι μπορεί να καθυστερήσουν ή να αντιστραφούν οι μειώσεις των επιτοκίων και να θέσουν σε κίνδυνο τις ελπίδες, που αναζωπύρωσε πρόσφατα η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία και έκανε λόγο για πιθανώς νέα μείωση τους το καλοκαίρι. Επί της ουσίας η ευρωπαϊκή οικονομία θα υποστεί αφ’ ενός τις αυξήσεις λόγω των επίναυλων που έχουν θέσει οι ναυτιλιακές εταιρίες διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων, τις οποίες θα κληθεί να πληρώσει ο τελικός καταναλωτής και αφ’ ετέρου η ευρωπαϊκή οικονομία, άρα και οι επιχειρήσεις, θα συνεχίσουν να υφίστανται πίεση που θα κινδυνεύσει να γίνει ασφυκτική. Μάλιστα το κλίμα ανησυχίας έφτασε μέχρι το Νταβός όπου διεξάγεται το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF), με τις συζητήσεις στο περιθώριο της διοργάνωσης να εστιάζουν στις συνέπειες της κρίσης. Μιας κρίσης, που μπορεί να γίνει η θρυαλλίδα για μια γενικευμένη σύρραξη με την εμπλοκή του Ιράν αλλά και πολλών άλλων χωρών της ευρύτερης περιοχής της Μ. Ανατολής, και όχι μόνο, πράγμα που απεύχονται οι εχέφρονες που κατανοούν τις συνέπειες για την παγκόσμια πλέον οικονομία.
Το ΕΒΕΠ υπενθυμίζει ότι κατέθεσε πρόταση στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και το οικονομικό επιτελείο εκτιμώντας ότι η υλοποίηση της, εφ’ όσον την υιοθετήσουν τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, θα ανασχέσει το «τσουνάμι» των αυξήσεων στην αγορά λόγω των αυξημένων ναύλων.
Το επιμελητήριο θεωρεί ότι θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε με τις κατάλληλες οδηγίες να επιτραπεί στα εμπορεύματα που μεταφέρονται με πλοία από την Ασία προς την Ευρώπη που κάνουν τον περίπλου της Αφρικής, να μην επιβάλλονται δασμολογικές και φορολογικές επιβαρύνσεις στο 100% των σημερινών και συνεχώς αυξανόμενων ναύλων, αλλά να μειωθεί σε ποσοστό που θα αντιστοιχεί στα μέσα επίπεδα των ναύλων που θα καταβάλλονταν όταν τα πλοία διέρχονται κανονικά από τη Διώρυγα του Σουέζ, εφαρμόζοντας ένα «είδος πλαφόν» στις επιβαρύνσεις επί των ναύλων, με βάση τις τιμές της 12ης Δεκεμβρίου 2023, για όσο διαρκεί η εμπόλεμη κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα.
Σε διαφορετική περίπτωση, οι τιμές των εισαγόμενων και όχι μόνο, καταναλωτικών προϊόντων θα «εξακοντιστούν» στα ύψη σε μια ήδη πολύ επιβαρυμένη από τον πληθωρισμό ευρωπαϊκή αγορά, με ότι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά και το σύνολο του ευρωπαϊκού εμπορίου.
Επιπλέον υπογραμμίζεται ότι όσο οι διελεύσεις πλοίων από το Σουέζ θα λιγοστεύουν τόσο θα μεγαλώνει και το πλήγμα που δέχεται το λιμάνι του Πειραιά που υποδεχόταν, σε κανονικές συνθήκες ειρήνης, εβδομαδιαίως 50.000 κοντέινερς διερχόμενα από το Σουέζ.
Εμπορεύματα αξίας 35 δις δολαρίων «κάνουν βόλτα» τον περίπλου της Αφρικής με αυξημένη ταχύτητα, αλλά ήδη οι συνέπειες για τις πρώτες ύλες, φάνηκαν με την ανακοίνωση αναστολή της παραγωγής σε τρεις αυτοκινητοβιομηχανίες και τέσσερα εργοστάσια παραγωγής ελαστικών.
Όπως δηλώνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης: «Ενός κακού αρχομένου, μύρια έπονται. Διανύουμε μια περίοδο που το παγκόσμιο εμπόριο έχει ανάγκη από ηρεμία και η εφοδιαστική αλυσίδα δεν επιθυμεί γεωπολιτικές καταστάσεις, που εντείνουν τις ήδη υψηλές πληθωριστικές πιέσεις. Εύχομαι να υπάρξει ταχεία αποκλιμάκωση της έντασης και να αποφευχθεί η «τέλεια καταιγίδα» κόστους και χρόνου μεταφοράς εμπορευμάτων».
(ΑΠΕ-ΜΠΕ / photo: pixabay)