Η γενική της διευθύντρια Ελίζαμπετ Χάουζερ αποκάλυψε “περιπτώσεις σοβαρής παραβίασης της προστασίας των παιδιών και κακοδιαχείρισης σε ορισμένες χώρες της Αφρικής και της Ασίας”, σε ανακοίνωση που εκδόθηκε από την έδρα της μκο στη Βιένη, δηλώνοντας “συγκλονισμένη”.
“Υπάρχουν εμφανείς αδυναμίες στην οργάνωσή μας (…) και κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες διευθυντικά στελέχη των Παιδικών Χωριών SOS γνώριζαν ορισμένα περιστατικά αλλά δεν ανέλαβαν δράση”, πρόσθεσε.
Σύμφωνα με εκπρόσωπο με την οποία επικοινώνησε το Γαλλικό Πρακτορείο, έχουν αναφερθεί “σεξουαλικές κακοποιήσεις”, ενώ οι καταγγέλλοντες “παραμερίστηκαν” και ο λόγος των ανηλίκων “αμφισβητήθηκε”.
Για παράδειγμα, η Ελίζαμπετ Χάουζερ επικαλέστηκε ενώπιον των δημοσιογράφων την περίπτωση ενός παιδιού, που τέθηκε σε απομόνωση και του απαγορεύτηκε να επισκεφθεί τους γονείς του, λόγω της χαμηλής επίδοσής του στο σχολείο.
Όσον αφορά την ακατάλληλη διαχείριση πόρων, η διευθύντρια αναφέρθηκε σε προσκλήσεις υποβολής προσφορών για έργα στα οποία επελέγησαν συγγενείς διευθυντικών στελεχών των Παιδικών Χωριών SOS.
Η ΜΚΟ, η οποία ξεκίνησε μια αρχική εσωτερική εξέταση πριν από τρία χρόνια και διέταξε περαιτέρω διερεύνηση τον Νοέμβριο του 2020, έχει συγκροτήσει μια ανεξάρτητη επιτροπή με σκοπό να ρίξει φως στα συμβάντα αυτά μέχρι το τέλος του 2022.
Προτίθεται να αποζημιώσει τα θύματα, των οποίων ο αριθμός δεν έχει διευκρινιστεί, με τη βοήθεια ενός ταμείου “αρκετών εκατομμυρίων ευρώ”.
Η ΜΚΟ, που ιδρύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αυστρία και σήμερα είναι παρούσα σε 137 χώρες όπου διαχειρίζεται περίπου 550 φιλανθρωπικές δομές και απασχολεί 40.000 εργαζόμενους, αναλαμβάνει τη φροντίδα 1,2 εκατομμυρίου ορφανών ή παιδιών που βρίσκονται σε ανάγκη σε όλο τον κόσμο.
Το 2014, η ΜΚΟ είχε ήδη βρεθεί αντιμέτωπη με κατηγορίες κακοποίησης παιδιών στην Αυστρία, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου από τη δεκαετία του 1950 έως τη δεκαετία του 1990.
photo unsplash