«Εδώ και μερικά χρόνια, η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης είχε επηρεαστεί σημαντικά από ένα δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον», δήλωσε η Λόρι Αν Γκόλντμαν, η διευθύνουσα σύμβουλος της επιχείρησης η οποία κατέθεσε αίτημα προστασίας βάσει του κεφαλαίου 11 της αμερικανικής νομοθεσίας περί πτωχεύσεων.
«Συνεπώς εξετάσαμε πολλές επιλογές στρατηγικής και κρίναμε» ότι το να τεθούμε υπό τον νόμο προστασίας για τις πτωχεύσεις ήταν «η καλύτερη λύση», καθώς θα μας προσφέρει «την απαραίτητη ευελιξία» για τον ψηφιακό και τεχνολογικό μετασχηματισμό της εταιρείας μας, εξηγεί η διευθύνουσα σύμβουλος στα έγγραφα της διαδικασίας χρεοκοπίας.
Η εταιρεία, η οποία έχει έδρα στο Ορλάντο της Φλόριντα, θέλει να συνεχίσει να εργάζεται στη διάρκεια της διαδικασίας και σχεδιάζει να συνεχίσει να πληρώνει τους υπαλλήλους της και τους προμηθευτές της, διευκρίνισε επίσης η Γκόλντμαν.
Χθες, Τρίτη, είχε ανασταλεί η διαπραγμάτευση των μετοχών της Tupperware στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Στα μέσα Αυγούστου, η εταιρεία είχε ανακοινώσει ότι εξακολουθούσε «να αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα ρευστότητας» και ότι «είχε αμφιβολίες όσον αφορά την ικανότητά της να συνεχίσει τη δραστηριότητά της».
Η Tupperware βαρύνεται εδώ και αρκετά χρόνια από χρέος εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων και είχε ήδη χρειαστεί να αναδιαρθρώσει μια πρώτη φορά τις χρηματοπιστωτικές της δεσμεύσεις το 2020.
Ο όμιλος δεν έχει δημοσιοποιήσει τα οικονομικά του στοιχεία από το 2022, τη χρονιά κατά την οποία ο κύκλος εργασιών του έπεσε στα 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ήτοι 42% κάτω από αυτόν πέντε χρόνια νωρίτερα.
Η Tupperware, που ξεκίνησε το 1946, είχε γίνει ένα κοινωνικό φαινόμενο, καθώς τα προϊόντα της μπήκαν σε εκατομμύρια αμερικανικά νοικοκυριά και όχι μόνον χάρη στην αποτελεσματικότητα του δικτύου αντιπροσώπων της.
Τα “τάπερ”, τα αεροστεγή πλαστικά σκεύη της εταιρείας για τη διατήρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα των τροφίμων, κυκλοφόρησαν αρχικά στα καταστήματα, χωρίς ωστόσο να έχουν αρκετή ζήτηση.
Η επιχείρηση επινόησε τότε την αρχή των «συναντήσεων Tupperware», επιδείξεις που γίνονταν στο σπίτι ενός ή μιας αντιπροσώπου για ομάδα πιθανών αγοραστών.
Το 2017 η εταιρεία που είχε ιδρύσει ο Αμερικανός εφευρέτης Ερλ Τάπερ είχε ακόμη πάνω από τρία εκατομμύρια αντιπροσώπους στον κόσμο.
Η Tupperware αποδυναμώθηκε από την εμφάνιση του διαδικτυακού εμπορίου, την διανομή γευμάτων και τα πλαστικά μιας χρήσης, που έθεσαν σε αμφισβήτηση το μοντέλο της.
Η επιχείρηση προσπάθησε να προσαρμοστεί αναπτύσσοντας τις πωλήσεις της στο ίντερνετ και συνάπτοντας συμφωνίες διανομής με αλυσίδες καταστημάτων, αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει την πτώση της.
ΑΠΕ-ΜΠΕ-AFP / photo: pixabay