“Η έρευνά μας επέτρεψε να επαληθεύσουμε ότι κανένας πολίτης ή εθνική επιχείρηση δεν ενεπλάκη στις εκρήξεις βομβητών που σημειώθηκαν στον Λίβανο”, σημείωσε η εισαγγελία της Ταϊβάν σε ανακοίνωση που εξέδωσε σήμερα.
Ως εκ τούτου η έρευνα έκλεισε χωρίς περαιτέρω συνέχεια, υπογράμμισε.
Παγιδευμένες συσκευές, βομβητές και ασύρματοι πομποδέκτες, που χρησιμοποιούνταν από μέλη της Χεζμπολάχ, εξερράγησαν στις 17 και 18 Σεπτεμβρίου στα νότια προάστια της Βηρυτού, καθώς και στον νότιο και τον ανατολικό Λίβανο, προπύργια του ισλαμιστικού κινήματος Χεζμπολάχ.
Οι εκρήξεις αυτές στοίχισαν τη ζωή σε 39 ανθρώπους, ενώ σχεδόν 3.000 τραυματίσθηκαν, σύμφωνα με τις λιβανικές αρχές.
Ερωτήματα προέκυψαν στη συνέχεια όσον αφορά την προέλευση αυτών των ηλεκτρονικών συσκευών και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπόρεσε το Ισραήλ να διεξαγάγει αυτήν την επιχείρηση.
Σύμφωνα με έρευνα των New York Times, το Ισραήλ εισήγαγε εκρηκτικά σε φορτίο βομβητών που προέρχονταν από την ταϊβανέζικη επιχείρηση Gold Apollo.
Αυτή, η οποία αρνείτο ότι παρήγαγε τις συσκευές αυτές, απηλλάγη σήμερα από τις κατηγορίες από τους εισαγγελείς της Ταϊβάν που διεξήγαγαν την έρευνα.
“Κανένα απτό στοιχείο εγκληματικής δραστηριότητας δεν βρέθηκε στην υπόθεση αυτή, και κανένας δεν εμπλέκεται σε μια οποιαδήποτε εγκληματική ενέργεια”, σημειώνει η εισαγγελία της περιοχής Σιτζί, στη Νέα Ταϊπέι, όπου βρίσκεται η έδρα της εταιρείας.
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου παραδέχθηκε χθες, Κυριακή, για πρώτη φορά ότι έδωσε το πράσινο φως σε αυτήν την επίθεση.
Ο εκπρόσωπός του Ομέρ Ντόστρι δήλωσε χθες στο AFP ότι ο Νετανιάχου, μιλώντας στο εβδομαδιαίο υπουργικό συμβούλιο, είπε πως έδωσε την άδεια για την επιχείρηση αυτή, για την οποία δεν είχε αναληφθεί μέχρι τώρα η ευθύνη, επιβεβαιώνοντας πληροφορία που είχε μεταδοθεί από ισραηλινά μέσα ενημέρωσης.
ΑΠΕΜΠΕ – φωτο:freepik