οι ΗΠΑ έζησαν μια από τις πιο δραματικές εβδομάδες της ιστορίας τους, με τον έναν υποψήφιο πρόεδρο να σώζεται για χιλιοστά από απόπειρα δολοφονίας του, κατόπιν τον άλλον να ανακοινώνει πως εγκαταλείπει την κούρσα.
Για μήνες, οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν, χωρίς ακριβώς μεγάλο ενθουσιασμό, τη διαδικασία που οδηγούσε σχεδόν αναπόφευκτα στην επανάληψη του ματς του 2020 ανάμεσα στον Ρεπουμπλικάνο Ντόναλντ Τραμπ, 78 ετών, και τον Δημοκρατικό Τζο Μπάιντεν, 81 ετών.
Κατόπιν, την 13η Ιουλίου, τα πράγματα πήραν εντελώς άλλη τροπή.
Σε συγκέντρωση υποστηρικτών του στην Πενσιλβάνια, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αρχίσει την ομιλία του, με το εμβληματικό κόκκινο καπελάκι του στο κεφάλι.
Ξαφνικά, εκπυρσοκροτήσεις. Μορφάζοντας, έφερε το χέρι στο αυτί του και έπεσε, κρύφτηκε πίσω από το βήμα, με φόντο κραυγές αγωνίας, καθώς πράκτορες της Secret Service ορμούσαν πάνω του για τον προστατεύσουν με τα σώματά τους, για να τον μεταφέρουν σε ασφαλή τοποθεσία, όχι προτού ο υποψήφιος απευθυνθεί στους οπαδούς του με τη γροθιά υψωμένη και το πρόσωπο ματωμένο κραυγάζοντας «Fight!».
Εκείνη την ημέρα, ο πρώην πρόεδρος γλίτωσε με τραύμα στο αυτί από τα πυρά εικοσάρη Αμερικανού, το κίνητρο του οποίου παραμένει ως τώρα άγνωστο.
Απέκτησε αύρα ανθρώπου που σώθηκε ως εκ θαύματος, σχεδόν μάρτυρα. Ο πυρετός των οπαδών του διπλασιάστηκε.
Για τους Δημοκρατικούς, που κυριαρχούνταν από την ανησυχία, η απόπειρα έμοιαζε σαν η χαριστική βολή: ήταν το τέλος της προσπάθειάς τους να κρατήσουν την προεδρία—ή ήταν ακόμα δυνατό να κερδίσουν τον Ρεπουμπλικάνο την 5η Νοεμβρίου;
Είχαν ήδη πτοημένο ηθικό, μετά την καταστροφική επίδοση του Τζο Μπάιντεν την 27η Ιουνίου, στην πρώτη τηλεμαχία του με τον αντίπαλό του. Εκείνο το βράδυ έμοιαζε εύθραυστος, με το βλέμμα στο κενό, με τη φωνή αδύναμη και βραχνή, να αδυνατεί να εκφράσει στρωτά τη σκέψη του.
Έκτοτε, τα ερωτήματα για την πνευματική του οξύτητα, που εγείρονταν από τα ΜΜΕ, κυριαρχούσαν στον δημόσιο διάλογο.
Ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ, με αέρα θριαμβευτή, ονόμαζε τη 15η Ιουλίου τον υποψήφιο αντιπρόεδρό του και κατόπιν γινόταν και τυπικά ο υποψήφιος της παράταξής του τρεις ημέρες αργότερα, στο κλείσιμο του συνεδρίου των Ρεπουμπλικάνων, ο Τζο Μπάιντεν έδινε μάχες χαρακωμάτων, προσπαθούσε να αποκρούσει τα βέλη εξ οικείων.
Κατόπιν, την 17η Ιουλίου, η είδηση πως η εξέταση στην οποία υποβλήθηκε για τον νέο κορονοϊό επέστρεψε θετική κι ο πρόεδρος-υποψήφιος είχε συμπτώματα της COVID-19. Ο κ. Μπάιντεν ανέστειλε την εκστρατεία του, τέθηκε σε απομόνωση στο εξοχικό του πλάι στη θάλασσα, στην πολιτεία Ντέλαγουερ. Τροφοδοτώντας ακόμα περισσότερο τον πανικό στο κόμμα του.
Ενώ αρχικά τις απηύθυναν σχετικά άγνωστα στελέχη της παράταξης, ολοένα πιο βαριά ονόματα ενστερνίστηκαν σταδιακά τις εκκλήσεις να αποσυρθεί: ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, η πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόσι, άλλοι ηγέτες των Δημοκρατικών που κινούνταν παρασκηνιακά, στους διαδρόμους, σύμφωνα με τον Τύπο.
Δημόσια, ο πρόεδρος συνέχιζε να αντιστέκεται. Το είπε, το ξαναείπε: παρέμενε στην κούρσα κι είχε σκοπό να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ.
Όμως κατ’ ιδίαν, σύμφωνα με ανώνυμες πηγές αμερικανικών ΜΜΕ, δεν έκρυβε την πίκρα του, διότι τον εγκατέλειψαν βασικοί σύμμαχοί του, ενώ θεωρούσε πως αυτός ήταν ο καταλληλότερος για να αντιμετωπίσει και να κερδίσει τον κ. Τραμπ, αυτός που υποσχόταν το 2020 για αγωνιστεί για την «ψυχή της Αμερικής».
Το σαββατοκύριακο, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο ίδιος και η οικογένειά του, κλειδαμπαρωμένη στο Ρεχόμποθ Μπιτς, το σκέφτονταν.
Η είδηση που ανέμεναν αρκετοί και φοβούνταν ορισμένοι ανακοινώθηκε το απόγευμα μέσω X.
Με επιστολή που δημοσιοποίησε, ο αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε πως, υποχωρώντας στις πιέσεις, εγκατέλειψε, προς το «συμφέρον του κόμματος και της χώρας», οδηγώντας την εκστρατεία σε αχαρτογράφητα νερά.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ -ΜΠΕ / photo: ΑΠΕ -ΜΠΕ / EPA -EPA)