Στη Γερμανία, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, ζουν σήμερα περισσότεροι πρόσφυγες από ό,τι ακόμη και τη δεκαετία του ’50.
«Νομίζω ότι παραείναι τολμηρή προσέγγιση να προσεγγίζει κανείς την εξωτερική πολιτική με το… χλοοκοπτικό μηχάνημα, μόνο για λόγους εσωτερικής πολιτικής. Πάντα υποστήριζα την απομάκρυνση από το σύστημα των ασφαλών χωρών προέλευσης, το οποίο χαρακτηρίζει κάποιες χώρες ως χώρους ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δήλωσε η υπουργός Αναλένα Μπέρμποκ σε συνέντευξη που παραχώρησε στις εφημερίδες του Ομίλου Funke και στη γαλλική εφημερίδα «Ouest-France».
Το Σαββατοκύριακο ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Φρίντριχ Μερτς ζήτησε να συμπεριληφθούν στους καταλόγους ασφαλών χωρών προέλευσης μεταξύ άλλων η Μολδαβία, η Γεωργία, η Τυνησία, το Μαρόκο, η Αλγερία και η Ινδία. «Οι προερχόμενοι από αυτές τις χώρες έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά αναγνώρισης ως πρόσφυγες. Αυτές οι χώρες μπορούν λοιπόν να χαρακτηριστούν ασφαλείς ώστε να μπορούμε να επιστρέφουμε ανθρώπους εκεί άμεσα», δήλωσε ο κ. Μερτς.
Ειδικά για την Τυνησία, η κυρία Μπέρμποκ ανέφερε ότι «προφανώς του κ. Μερτς, εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας στη Βαυαρία, του διέφυγαν οι τελευταίες εξελίξεις – συμπεριλαμβανομένης της σύλληψης διακεκριμένων στελεχών της αντιπολίτευσης και τη διάβρωση του Συντάγματος».
Σε απάντηση πάντως του ομοσπονδιακού υπουργείου Εξωτερικών σε σχετική κοινοβουλευτική ερώτηση, επισημαίνεται ότι σήμερα ζουν στη Γερμανία περισσότεροι από 3,26 εκατομμύρια πρόσφυγες. Η συντριπτική πλειοψηφία έχει έστω προσωρινή άδεια παραμονής, ενώ το 9% θα πρέπει να εγκαταλείψει τη χώρα. Το ένα τρίτο αφορά ανθρώπους προερχόμενους από την Ουκρανία. Ενδεικτικά, ο αριθμός των αιτούντων άσυλο ήταν στο τέλος Ιουνίου κατά 111.000 μεγαλύτερος απ’ ό,τι τον προηγούμενο μήνα. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αριθμό από τη δεκαετία του ’50.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ / photo: eurokinissi)