Την αντίθεσή τους «σε οποιαδήποτε ρυθμιστική παρέμβαση, όπως η εισαγωγή “ρήτρας (τιμαριθμικής) αναπροσαρμογής” η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση του επιχειρηματικού κινδύνου των ισχυρών προμηθευτών σε βάρος των εξ ορισμού ασθενέστερων καταναλωτών» κατέθεσαν ο Συνήγορος του Καταναλωτή και η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας, στην δημόσια διαβούλευση για την τροποποίηση του Κανονισμού Γενικών Αδειών από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.
Τόσο ο Συνήγορος του Καταναλωτή όσο και η ΕΕΚΕ δημοσιοποίησαν τις θέσεις τους σχετικά με την επιχειρούμενη τροποποίηση του Κανονισμού Γενικών Αδειών και ειδικά «για την παροχή δυνατότητας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στις συμβάσεις τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών των παρόχων, λόγω υπερβολικής και άνω του φυσιολογικού ρυθμού αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ), όπως καταγράφεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή».
Στην πράξη αυτό σημαίνει, όπως σημειώνει η οργάνωση των καταναλωτών, ότι οι λογαριασμοί που εκδίδουν οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι, θα μπορούν να αυξηθούν με την εισαγωγή μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής συνδεδεμένου με τον δείκτη τιμών καταναλωτή.
Στην σχετική ανακοίνωση της ΕΕΚΕ αναφέρεται ότι ως δικαιολογητικό λόγο για την πρότασή της αυτή, η ΕΕΤΤ προτάσσει γενικότερες αυξήσεις σε κλάδους που επηρεάζουν την οικονομική θέση των εταιρειών τηλεπικοινωνίας, όπως το κόστος ρευματοδότησης δικτύου, των Data centers, καθώς και των κτιρίων γραφείων των παρόχων, από 21% έως 43%, το κόστος παροχής υπηρεσιών από συνδεόμενες εταιρείες, όπως ενδεικτικά η εταιρεία διαχείρισης των κτιρίων γραφείων των παρόχων (υπηρεσίες συντήρησης, ασφάλειας κλπ) έως 5%, το κόστος των μισθώσεων των σταθμών βάσης καθώς και κόστος του καυσίμου για τη λειτουργία των γεννητριών παραγωγής ρεύματος, έως 3%, τα έξοδα προβολής και διαφήμισης, κυρίως της διαφήμισης μέσω τηλεόρασης, έως 5%, τους τόκους και τα έξοδα δανεισμού, έως 13% κλπ.
«Μετακυλίει δηλαδή στους καταναλωτές ολόκληρο τον επιχειρηματικό κίνδυνο τον οποίον οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών έχουν ήδη λάβει υπόψη τους και προϋπολογίσει, επειδή αυξήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα έξοδα διαφήμισης των εταιρειών».
Ο Συνήγορος του Καταναλωτή στη σχετική διαβούλευση επισήμανε ότι:
«Οι προμηθευτές ειδικά στον τομέα των τηλεπικοινωνιών είναι μεγάλες εταιρείες-κολοσσοί για τα δεδομένα της εκάστοτε εγχώριας αγοράς, που απασχολούν πλήθος εξειδικευμένων συνεργατών και διαθέτουν όλα εκείνα τα εργαλεία που τους δίνουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν οικονομικές προβλέψεις, να συντάσσουν προϋπολογισμούς και business plans και να διαμορφώνουν με βάση αυτά πολιτικές πωλήσεων, προσφορές κλπ, ώστε να περιορίζουν το επιχειρηματικό τους ρίσκο, επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας κατά κανόνα, σημαντικά κέρδη. Οι καταναλωτές, έχοντας απόλυτη ανάγκη, ειδικά το συγκεκριμένο αγαθό της επικοινωνίας, προστατεύονται από τους νόμους και από την επαγρύπνηση των Ρυθμιστικών Αρχών που οφείλουν να εποπτεύουν την ασφάλεια των συναλλαγών».
Η Ανεξάρτητη Αρχή «Συνήγορος του Καταναλωτή» δηλώνει ρητά ότι «αντιτίθεται κατηγορηματικά σε οποιαδήποτε ρυθμιστική παρέμβαση, όπως η εισαγωγή “ρήτρας (τιμαριθμικής) αναπροσαρμογής” η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση του επιχειρηματικού κινδύνου των ισχυρών προμηθευτών σε βάρος των εξ ορισμού ασθενέστερων καταναλωτών».
Μάλιστα ο Συνήγορος του Καταναλωτή υπογραμμίζει ότι η εισαγωγή της ρήτρας αναπροσαρμογής (κατά τα πρότυπα της ίδιας ρήτρας που υπάρχει στην κατανάλωση ενέργειας), επιβάλλεται και στα ήδη υπάρχοντα συμβόλαια, με την ελάχιστη «ασφαλιστική δικλείδα» ότι η εισαγωγή της ρήτρας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής συνιστά τροποποίηση τιμολογίων και παρέχεται η δυνατότητα αζήμιας καταγγελίας της σύμβασης ή ότι απαγορεύεται η ενεργοποίηση της ρήτρας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής πριν την πάροδο τριών μηνών από την σύναψη του συμβολαίου.
Σημειωτέον ότι η αναπροσαρμογή αυτή δύναται να εφαρμόζεται μία φορά ανά ημερολογιακό έτος, μετά την οριστικοποίηση του ετήσιου πληθωρισμού του προηγούμενου ημερολογιακού έτους (δηλ. σε ένα συμβόλαιο που διαρκεί 24 μήνες, μπορεί να εφαρμοστεί δύο φορές).
«Καταρρέει επομένως πλήρως ο οικογενειακός προϋπολογισμός, ο οποίος οδηγεί στη σύναψη παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών με συγκεκριμένο οικονομικό αντικείμενο, το οποίο δεν είναι δυνατό να μπορεί να ανατραπεί δύο φορές (προς τα πάνω) μέχρι τη λήξη του συμβολαίου» όπως αναφέρει η ΕΕΚΕ και προσθέτει:
«Είναι μαθηματικά βέβαιος ο πολλαπλασιασμός των καταναλωτών που θα αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις ξαφνικές αυτές αυξήσεις, τη στιγμή που είναι προφανώς άτοπο να ισχυρίζεται κάποιος ότι οι εταιρείες-κολοσσοί δεν προϋπολογίζουν τόσο τον ΔΤΚ του προηγούμενου έτους (της υπογραφής ενός συμβολαίου) ή την πορεία των οικονομικών πραγμάτων, κατά την υπογραφή μίας σύμβασης».
Η ΕΕΚΕ καλεί την ΕΕΤΤ να αποσύρει άμεσα την πρότασή της, δοθέντος ότι, όπως επισημαίνει και ο Συνήγορος του Καταναλωτή, «οι υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών και παροχής δεδομένων στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη και την επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων καταναλωτών τα τελευταία χρόνια συγκριτικά με τους υπολοίπους Ευρωπαίους πολίτες».
Η οργάνωση των καταναλωτών υπογραμμίζει στην ανακοίνωσή της:
«Δεν θα δεχθούμε περαιτέρω χρεώσεις, ξαφνικές και αναδρομικές, μόνο και μόνο για να μετακυλιστεί το κόστος λειτουργίας των εταιρειών, για ακόμα μία φορά, σε εμάς. Η ΕΕΚΕ θα βρίσκεται σε εγρήγορση, έτσι ώστε να αντιδράσει με κάθε νόμιμο μέσο στην προσπάθεια αυτή».
(ΑΠΕΜΠΕ – φωτο:freepik)