Την επιμονή του πληθωρισμού στην Ελλάδα αποδεικνύουν τα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε τον Σεπτέμβριο κατά 3,1% σε ετήσια βάση και κατά 1,8% σε μηνιαία βάση,
«Η ετήσια αύξηση του 3,1% κατατάσσει την Ελλάδα στην τέταρτη θέση της Ευρωζώνης, της οποίας η μέση αύξηση είναι 1,8%, ενώ σειρά μελετών της καταναλωτικής συμπεριφοράς αποκαλύπτουν τις επιπτώσεις της ακρίβειας στην πλειονότητα των νοικοκυριών που βρίσκονται αντιμέτωπα με τη διαρκή άνοδο του κόστους διαβίωσης τα τελευταία τρία έτη», αναφέρει ο ίδιος.
Γιατί επιμένει όμως ο πληθωρισμός; Αναλύοντας τα δεδομένα, ο κ. Μπάλτας μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ υπογραμμίζει ότι σε διεθνές επίπεδο, η επανεμφάνιση του πληθωρισμού αρχικά είχε αποδοθεί σε εφοδιαστικά προβλήματα κατά την αποδρομή της πανδημίας. Οι δυσχέρειες αυτές όμως σταδιακά υποχώρησαν. Από την άνοιξη του 2022 οι ανατιμήσεις κυρίως υποκινήθηκαν από το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας, το οποίο οι επιχειρήσεις μετέφεραν, τουλάχιστον εν μέρει, στις τιμές καταναλωτή. Η ακριβή ενέργεια παραμένει πολύ μεγάλο πρόβλημα και απειλεί την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών.
Κατά τη διάρκεια του 2023, σύμφωνα με τον καθηγητή του ΟΠΑ, μέρος των συνεχιζόμενων ανατιμήσεων αποδόθηκε στην επιδίωξη υψηλότερου κέρδους. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε «greedflation» (πληθωρισμός της απληστίας). Πρόκειται για τμήμα του πληθωρισμού που δημιουργείται από τη γενικευμένη διεύρυνση του περιθωρίου κέρδους. «Διατυπώθηκε η άποψη ότι εταιρείες τροφοδοτούν τον πληθωρισμό με ανατιμήσεις που υπερβαίνουν την αύξηση του κόστους τους, την οποία χρησιμοποιούν ως πρόφαση» τονίζει ο κ. Μπάλτας και συμπληρώνει: «Με τον τρόπο αυτόν, όχι μόνο τα εταιρικά έσοδα αλλά και τα εταιρικά κέρδη αυξάνονται, τροφοδοτούμενα από τις δυσανάλογα υψηλότερες τιμές που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής. Ο πληθωρισμός της απληστίας συνδέεται κυρίως με τις ανατιμήσεις πολύ μεγάλων επιχειρήσεων και πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες διαθέτουν ολιγοπωλιακή ισχύ για να εμπεδώνουν τις ανατιμήσεις αυτές στις αγορές».
Εστιάζοντας στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς που επιτείνουν το πρόβλημα της ακρίβειας στη χώρα μας και συντηρούν την ακαμψία των τιμών ο κ. Μπάλτας αναφέρει ότι σε αυτά περιλαμβάνονται:
Πρώτον, το παραγωγικό έλλειμμα της οικονομίας καλύπτεται με εισαγωγές, καθιστώντας τον καταναλωτή ευάλωτο σε εισαγόμενες ανατιμήσεις αλλά και οπορτουνιστικές πρακτικές τιμολόγησης όπως υπερτιμολόγηση από τη μητρική εταιρεία στην ελληνική θυγατρική, γεωγραφικούς εφοδιαστικούς περιορισμούς (Territorial supply constraints) και προσχηματικές αλλαγές στο προϊόν για ανατίμηση του προϊόντος που εισάγεται στην Ελλάδα.
Δεύτερον, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα λειτουργούν με υψηλότερο κόστος παραγωγής και λειτουργίας, στερούνται συνήθως οικονομιών κλίμακας (scale economies) και αντιμετωπίζουν μία αυξανόμενη ψηφιακή γραφειοκρατία που στο τέλος της ημέρας καταλήγει να επιβαρύνει τις τιμές καταναλωτή.
Τρίτον, η ολιγοπωλιακή δομή πολλών κρίσιμων αγορών δεν ευνοεί τους καταναλωτές. Οι πολύ λίγες και πολύ μεγάλες εταιρείες που συγκροτούν ένα ολιγοπώλιο είναι πιθανότερο να θέτουν υψηλότερες τιμές, να εμπεδώνουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους και να πληρώνουν χαμηλότερους μισθούς. Επιπλέον, οι καταναλωτές έχουν λιγότερες επιλογές. Ας σκεφτούμε πόσο δύσκολο είναι για μία μικρή επιχείρηση να μπει στην αγορά, να βρει θέση στα δίκτυα διάθεσης, να διεκδικήσει την προτίμηση του καταναλωτή, και να προάγει με την παρουσία της τον ανταγωνισμό.
Τέταρτον, υπάρχουν συγκυριακοί παράγοντες που αυξάνουν τη ζήτηση και αναπόφευκτα συμβάλλουν στον ελληνικό ανθεκτικό πληθωρισμό. Για παράδειγμα, μεγάλο μέρος των εσόδων από τουριστικές εισπράξεις και πωλήσεις ακινήτων σε αλλοδαπούς αγοραστές καταλήγουν στην κατανάλωση, διατηρώντας ένα δυσανάλογα υψηλό επίπεδο τιμών με μέτρο τα εισοδήματα των εργαζομένων.
Σε ό,τι αφορά στα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση κατά της ακρίβειας ο καθηγητής του ΟΠΑ υπογραμμίζει: «Τα διάφορα μέτρα προστασίας του καταναλωτή από την ακρίβεια προφανώς δεν ήταν πανάκεια, αλλά βοήθησαν κάπως στη συγκράτηση των ανατιμήσεων, οι οποίες θα ήταν μεγαλύτερες χωρίς αυτά»..
ΙΕΛΚΑ: Άνοδος τιμών και εξασθένιση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης
Την ίδια στιγμή, οι τιμές των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ τον Σεπτέμβριο 2024 ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 0,91% (μετά από 4 μήνες συνεχούς πτώσης) σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2023, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) αποκλειστικά στο κανάλι των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ.
Η αύξηση του δείκτη εξέλιξης τιμών αλυσίδων σούπερ μάρκετ τον Σεπτέμβριο 2024 οφείλεται κυρίως στις ανατιμήσεις, στις τιμές του κακάο και καφέ και σε συγκεκριμένα νωπά είδη και ειδικά στα φρούτα και στα λαχανικά λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας. Το εννεάμηνο του 2024 ο δείκτης εξέλιξης τιμών αλυσίδων σούπερ μάρκετ παρουσιάζει σταθεροποίηση κατά μέσο όρο +0,24% σε σχέση με το εννεάμηνο του 2023.
Σημειώνεται ότι οι 10 από τις 23 κατηγορίες προϊόντων σούπερ μάρκετ που εξετάζονται στο πλαίσιο της έρευνας του ΙΕΛΚΑ καταγράφουν μείωση τιμών και 13 κατηγορίες αύξηση. Μεγαλύτερες μειώσεις τιμών καταγράφονται στις κατηγορίες: απορρυπαντικά και είδη καθαρισμού ( 7,39%), βρεφικές και παιδικές τροφές (5,31%), τροφές και είδη για κατοικίδια (3,12%), χαρτικά, καλλυντικά και είδη προσωπικής υγιεινής (2,49%), αυγά, βούτυρα και ζωμοί (2,21%). Οι μειώσεις που καταγράφονται είναι αποτέλεσμα τόσο της ομαλοποίησης της αγοράς μετά την πανδημία και της μείωσης στις τιμές παραγωγού σε ορισμένα προϊόντα, σύμφωνα με την έρευνα. Μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφονται στις κατηγορίες: φρέσκα ψάρια και θαλασσινά (8,61%), ορεκτικά, αλίπαστα και άλλα σερβιριζόμενα είδη (6,65%), μπισκότα, σοκολάτες, ζαχαρώδη (5,54%), είδη πρωινού και ροφήματα (4,12%), νερά, αναψυκτικά, χυμοί (4,10%). Οι διεθνείς τιμές του κακάο και του καφέ, επηρεάζουν τις κατηγορίες των γλυκών και των ροφημάτων. Παράλληλα, η εποχικότητα λόγω τουρισμού σε συγκεκριμένα είδη, όπως τα ψάρια και τα αναψυκτικά, επηρεάζει τις τιμές, ενώ η παρατεταμένη ξηρασία και οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν τα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά.
ΙΟΒΕ: Έρευνα οικονομικής συγκυρίας
Έρευνα οικονομικής συγκυρίας που πραγματοποίησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών καταδεικνύει σημαντική εξασθένιση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον Σεπτέμβριο και απαισιοδοξία των νοικοκυριών για τα οικονομικά τους με το ζήτημα της ακρίβειας να ανησυχεί έντονα τους πολίτες.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο στις -51,3 μονάδες έναντι -43,9 μονάδες τον Ιούλιο. Επίσης, σημειώνονται ήπιες αρνητικές μεταβολές προσδοκιών για την οικονομική τους κατάσταση, ενώ παράλληλα παρατηρείται μικρή επιδείνωση στην πρόθεση για μείζονες αγορές. Οι αρνητικές εκτιμήσεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους, τους προηγούμενους 12 μήνες, ενισχύθηκαν ελαφρά στις -52,2 μονάδες (έναντι -44,5). Το 67% (από 60%) των νοικοκυριών εκτίμησε ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, ενώ το 2% θεωρεί πως επήλθε μικρή βελτίωση. Οι προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους, τους προσεχείς 12 μήνες, εξασθένισαν ήπια τον Σεπτέμβριο με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -48,9 (από -40,1) μονάδες τον Ιούλιο. Το 63% (από 54%) των νοικοκυριών αναμένει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, ενώ το 4% προβλέπει μικρή βελτίωση.
Η πρόθεση των καταναλωτών για σημαντικές αγορές τους προσεχείς 12 μήνες (επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.) εξασθένισε ήπια με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -48,6 (από -45,3) μονάδες. Το 56% (από 53%) των καταναλωτών προέβλεψε ότι θα προβεί σε λιγότερες ή πολύ λιγότερες δαπάνες, ενώ το 5% αναμένει το αντίθετο. Ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες ενισχύθηκε τον Σεπτέμβριο και διαμορφώθηκε στις -62,9 μονάδες από -66,5 τον Ιούλιο. Το 81% (από 83%) των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 17% τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή. Ο θετικός δείκτης για τις προβλέψεις μεταβολών στις τιμές τους προσεχείς 12 μήνες κλιμακώθηκε έντονα τον Σεπτέμβριο και διαμορφώθηκε στις +43,1 μονάδες, έναντι +26,5 μονάδων τον Ιούλιο. Το 69% των νοικοκυριών προέβλεψε άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό και το 11% (από 16%) αναμένει σταθερότητα.
Σχετικά με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» διαμορφώθηκε στο 63%, ενώ στο 8% από 13% περιορίστηκε το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Οι καταναλωτές που δήλωσαν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ αποτελούν 20% του συνόλου, ενώ το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι «έχουν χρεωθεί» διατηρήθηκε στο 8-9% όσο και τον προηγούμενο μήνα. Στο ερώτημα το οποίο αξιολογεί το βαθμό αβεβαιότητας των νοικοκυριών ως προς τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις, το 68,0% έκρινε τον Σεπτέμβριο ότι η οικονομική κατάστασή του μπορεί να προβλεφθεί δύσκολα ή σχετικά δύσκολα, από 61% τον προηγούμενο μήνα.
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / Μαρία Τσιβγέλη / photo: freepik)