Μιλώντας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του «Star», ο καθηγητής Γεωφυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, Κώστας Παπαζάχος, ερωτήθηκε σχετικά με το κατά πόσο είναι πιθανό να συμβεί στην Ελλάδα ένας ισχυρότατος σεισμός κοντά στα 7,7 ρίχτερ σαν και αυτόν που χτύπησε τη Μιανμάρ.
Αρχικά εξήγησε τα εξής:
«Ένας σεισμός σαν της Μιανμάρ δεν μπορεί να γίνει οπουδήποτε. Για να δώσει ένας σεισμός τόσα πολλά Ρίχτερ με ένα ρήγμα εκατοντάδων χιλιόμετρων πρέπει να γίνει σε μια ζώνη που μπορεί να τον φιλοξενήσει».
Ακολούθως ονομάτισε τρεις σεισμικές ζώνες:
- είναι κυρίως το εξωτερικό ελληνικό τόξο που ξεκινά από Κεφαλονιά και συνεχίζεται νότια της Πελοποννήσου και κατά μήκος των νοτίων ακτών της Κρήτης
- η τάφρος του Βορείου Αιγαίου η οποία στο κομμάτι προς Κωνσταντινούπολη αλλά και στο κομμάτι προς το ρήγμα της Ανατολίας έχει μεγάλα μήκη
- οριακά υπάρχει μια τελευταία ζώνη που περνάει από την Αμοργό
«Εμείς, ωστόσο, δεν έχουμε καμία εμπειρία από τέτοιους σεισμούς. Στον σεισμό των 7,5 Ρίχτερ του 1956 στην Αμοργό δεν είχαμε τέτοιες καταστροφές όπως στη Μιανμάρ. Η θάλασσα, η απόσταση από τις ακτές και ότι δεν υπήρχαν τέτοια ψηλά κτήρια που είναι ευαίσθητα, μας προστάτεψε. Δεν είχαμε τέτοια φαινόμενα όπως τη Μιανμάρ».
Απαντώντας σε ερώτηση του παρουσιαστή γιατί παρατηρήθηκαν τόσο μεγάλες καταστροφές στην Ασία ακόμα και χίλια χιλιόμετρα μακριά από το επίκεντρο του σεισμού, ο κ. Παπαζάχος απάντησε:
«Αυτοί οι σεισμοί όπως της Μιανμάρ προκαλούν αργές ταλαντώσεις που επηρεάζουν τα ψηλά κτίρια. Όταν έγινε ένας σεισμός το 365 μ.Χ. με μέγεθος 8,2 Ρίχτερ που διέλυσε τη νότια Ελλάδα δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και ψηλά κτήρια. Δεν έχουμε εμπειρία από αυτούς τους πολύ σπάνιους σεισμούς στον ελληνικό χώρο».
ΑΠΕΜΠΕ-EPA-EPA photo