Αρκετά σημεία στα οποία πλεονεκτούν οι μαθητές της Β’ Γυμνασίου, αλλά και σημαντικές αδυναμίες όσον αφορά τον εγγραμματισμό τους στην πληροφορική.
Όπως ανακοίνωσε σχετικά το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), η πρώτη αυτή συμμετοχή της Ελλάδας στην έρευνα “προσφέρει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών στα σχολεία καθώς και για τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν ώστε η Ελλάδα να ανεβάσει ψηφιακή ταχύτητα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης”. Γι’ αυτόν τον λογο, το ΙΕΠ επεσήμανε ότι αποτελεί “προτεραιότητα η ενίσχυση ψηφιακών δεξιοτήτων στα σχολεία”, υπενθυμίζοντας ότι το υπουργείο Παιδείας έχει καταρτίσει μία δέσμη μέτρων, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα νέα προγράμματα σπουδών πληροφορικής, τα νέα βιβλία πληροφορικής τα οποία διανεμήθηκαν ήδη ηλεκτρονικά, το πιστοποιητικό πληροφορικής που σχεδιάζεται και τα Κέντρα Καινοτομίας στις 13 περιφέρειες της χώρας, όπου οι μαθητές/τριες εξοικειώνονται με εφαρμογές πληροφορικής, τη ρομποτική και προσομοιώσεις και παράλληλα τα κιτ ρομποτικής που βρίσκονται ήδη στα σχολεία καθώς και οι διαδραστικοί πίνακες “διαμορφώνουν ένα σύγχρονο και ψηφιακό εκπαιδευτικό σύστημα”.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα, οι μαθητές/τριες στην Ελλάδα πλεονεκτούν έναντι των συνομηλίκων τους από τις άλλες χώρες που συμμετείχαν στα εξής σημεία, που έμαθαν στο σχολείο:
- να χρησιμοποιούν λύσεις που λειτουργούν για ένα πρόβλημα προκειμένου να λύσουν ένα άλλο πρόβλημα (81% έναντι 77% του μ.ό.),
- να οργανώνουν αποθηκευμένα ψηφιακά αρχεία (69% έναντι 66% του μ.ό.),
- να επεξεργάζονται έγγραφα/παρουσιάσεις (69% έναντι 66% του μ.ό.),
- να ελέγχουν με συστηματικό τρόπο προγράμματα για να εντοπίσουν σφάλματα και προβλήματα (66% έναντι 51% του μ.ό.),
- να φτιάχνουν διαγράμματα ροής (55% έναντι 51% του μ.ό.).
Επιπλέον, στην Ελλάδα, το ποσοστό των μαθητών/τριών που δηλώνουν ότι έμαθαν στο σχολείο να αναγνωρίζουν κακόβουλα μηνύματα και να διαχειρίζονται τις ρυθμίσεις απορρήτου για τους λογαριασμούς τους είναι ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο άλλων χωρών (64% έναντι 56% του μ.ό. και 57% έναντι 52% του μ.ό. αντίστοιχα). Επίσης, περισσότεροι/ες μαθητές/τριες σε σχέση με τον μέσο όρο των συμμετεχουσών χωρών έχουν μάθει στο σχολείο για την υπεύθυνη χρήση των κοινωνικών μέσων (84% έναντι 78% του μ.ό.) και πως να αναγνωρίζουν το cyberbullying (82% έναντι 75% του μ.ό.).
Ωστόσο, παρά τα θετικά στοιχεία, παρουσιάζονται και αδυναμίες ως προς τη δυνατότητα των μαθητών/τριών στη χώρα μας να προχωρήσουν σε πιο σύνθετη χρήση των υπολογιστών.
Οι δέκα χώρες με το υψηλότερο επίπεδο εγγραμματισμού, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, είναι οι: Κορέα, Τσεχία, Δανία, Κινέζικη Ταϊπέι, Φλαμανδική Κοινότητα Βελγίου, Πορτογαλία, Λετονία, Φινλανδία, Αυστρία και Ουγγαρία.
Η Ελλάδα, με συνολική βαθμολογία 460, απέχει 16 μονάδες από τον μέσο όρο (476 μονάδες) και κατατάσσεται 23η ανάμεσα στις 31 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ίδιο αριθμό μονάδων με την Ελλάδα συγκέντρωσε η Κύπρος.
Τα αναλυτικά ευρήματα
Σύμφωνα με την έρευνα, υψηλό ποσοστό μαθητών/τριών, σε όλες τις χώρες, επέδειξε μόνο βασικές ικανότητες εγγραμματισμού (51% στον μ.ό. των χωρών). Οι μαθητές/τριες στο πρώτο επίπεδο επίδοσης χρειάζονται σαφείς οδηγίες, βήμα προς βήμα, για να εκτελέσουν απλές ενέργειες που σχετίζονται με τον εντοπισμό πληροφοριών και την επικοινωνία σε ψηφιακό περιβάλλον. Στις χώρες με τις υψηλότερες επιδόσεις, το ποσοστό αυτό ήταν αρκετά χαμηλότερο (π.χ. 27% στην Κορέα, 28% στην Τσεχία και 32% στη Δανία), ενώ στην Ελλάδα, το ποσοστό των μαθητών/τριών με επίδοση επιπέδου 1 ή κάτω από αυτό ήταν 60%.
Το ποσοστό των μαθητών/τριών με επιδόσεις επιπέδου 2 και πάνω συνολικά – που έχουν αναπτύξει δηλαδή περισσότερες ικανότητες από τις βασικές – ήταν κατά μέσο όρο 49%. Στην Ελλάδα, στα επίπεδα αυτά φαίνεται να βρίσκεται το 39% των μαθητών/τριών, με την πλειονότητα αυτών (31%) να βρίσκεται στο επίπεδο 2. Οι μαθητές/τριες στα επίπεδα αυτά χρησιμοποιούν τον υπολογιστή για βασικές εργασίες συλλογής πληροφοριών και διαχείρισης περιεχομένου, ενώ μπορούν να δημιουργούν απλά προϊόντα βάσει τυποποιημένου σχεδιασμού και διάταξης. Επιπλέον, κατανοούν τις στρατηγικές για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και αναγνωρίζουν τις επιπτώσεις της κοινοποίησης των προσωπικών τους δεδομένων.
Εξαιρετικά χαμηλό ήταν σε όλες τις χώρες το ποσοστό των επιδόσεων ειδικά στο επίπεδο 4. Το υψηλότερο ποσοστό αναδείχθηκε στην Κορέα (6%), ενώ κάποιο μικρό ποσοστό είχε η Κινεζική Ταϊπέι (3%), η Μάλτα (3%) και η Κροατία (2%). Σε όλες τις υπόλοιπες χώρες η επίδοση επιπέδου 4 ήταν σε ποσοστό 1% έως 0.
Ως προς τη χρήση Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ):
- Περίπου οι μισοί/ές μαθητές/τριες σε όλες τις χώρες, και λίγο περισσότεροι/ες στην Ελλάδα, δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν ψηφιακές συσκευές τουλάχιστον τα τελευταία πέντε χρόνια. Στις περισσότερες χώρες, ο μέσος όρος της επίδοσης αυτών των μαθητών/τριών ήταν σημαντικά υψηλότερη από αυτή των υπολοίπων.
- Η χρήση των ΤΠΕ είναι ευρέως διαδεδομένη. Περίπου τρεις στους/στις τέσσερις μαθητές/τριες σε όλες τις χώρες και στην Ελλάδα δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν ΤΠΕ καθημερινά εκτός σχολείου για σκοπούς που δεν σχετίζονται με το σχολείο.
Ως προς τα όρια χρήσης οθόνης που θέτουν οι γονείς στους/στις μαθητές/τριες, περίπου οι μισοί/ές μαθητές/τριες στις συμμετέχουσες χώρες ανέφεραν ότι δεν έχουν περιορισμούς στον χρόνο χρήσης οθόνης από τους γονείς τους κατά τις σχολικές ημέρες, με το ποσοστό αυτό να φτάνει τα 3/4 στις αργίες. Στην Ελλάδα, τα ποσοστά των μαθητών/τριών που δηλώνουν ότι έχουν τέτοιο περιορισμό από τους γονείς τους είναι μεγαλύτερα.
Επιπλέον, πανω από δύο τρίτα των μαθητών/τριών σε όλες τις χώρες ανέφεραν ότι συχνά ή πολύ συχνά χρησιμοποιούν διαφορετικά ψηφιακά μέσα (ανταλλαγή μηνυμάτων, παρακολούθηση βίντεο κ.ά.) παράλληλα με τη μελέτη και εκπόνηση των σχολικών τους εργασιών (academic – media multitasking). Στην Ελλάδα, τα ποσοστά των μαθητών/τριών ήταν μεγαλύτερα από τον μέσο όρο των χωρών.
Ακόμη, σε όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, οι γενικές εφαρμογές λογισμικού (π.χ. επεξεργασίας κειμένου) χρησιμοποιούνται συχνότερα στην τάξη σε σχέση με τις εξειδικευμένες εφαρμογές (όπως προσομοιώσεις ή λογισμικό χαρτογράφησης εννοιών), με σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά χώρα ως προς τη συχνότητα αυτή. Στον μέσο όρο των χωρών και στην Ελλάδα, το ποσοστό των μαθητών/τριών που χρησιμοποιεί συχνά στο σχολείο λογισμικά επεξεργασίας κειμένου, παρουσίασης, λογιστικών φύλλων και ψηφιακούς πόρους πληροφοριών είναι περίπου το 1/3.
Περισσότεροι/ες από τους/τις μισούς/ές μαθητές/τριες σε όλες σχεδόν τις χώρες, καθώς και στην Ελλάδα, δήλωσαν ότι έμαθαν να εργάζονται με τις ΤΠΕ στο σχολείο, εκτός από τον προγραμματισμό, ο οποίος φαίνεται να αποτελεί λιγότερο συχνά αντικείμενο διδασκαλίας στο σχολείο (37% μ.ό.).
Οσον αφορά το πώς έχει ενταχθεί το ChatGPT (ή παρόμοια εργαλεία) στο σχολείο, σύμφωνα με τις δηλώσεις των διευθυντών/τριών σχολείων, στην πλειονότητα των χωρών του ICILS 2023 δεν υπάρχουν κεντρικές πολιτικές ή συστάσεις προς τα σχολεία σε σχέση με τη χρήση του ChatGPT.
Κατά μέσο όρο, τα 4/5 των μαθητών/τριών που συμμετείχαν στην έρευνα έχουν διευθυντές/τριες που δήλωσαν ότι δεν επιτρέπεται η χρήση ChatGPT στο σχολείο τους ή ότι επιτρέπεται με περιορισμούς, με σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών.
Οι διευθυντές/τριες των μισών έως και των 2/3 των μαθητών/τριών που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρούν ότι το ChatGPT θα έχει θετικές επιπτώσεις στη μάθηση των μαθητών/τριών. Στην Ελλάδα, τα ποσοστά αυτά ήταν υψηλότερα του μέσου όρου.
Τα σημαντικότερα ευρήματα, συμφωνα με το ΙΕΠ, ειναι τα εξής:
- Χαμηλή βελτίωση στις ψηφιακές δεξιότητες: Παρά τη συνεχή αυξητική τάση που έχει η χρήση των ΤΠΕ από τους μαθητές/τριες, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι δεξιότητες ψηφιακού εγγραμματισμού παραμένουν χαμηλές. Ακόμα και σε χώρες με υψηλές επιδόσεις, πάνω από το 25% των μαθητών/τριών δεν έχει κατακτήσει το επίπεδο αυτόνομης χρήσης των ψηφιακών μέσων, γεγονός που εγείρει σοβαρές ανησυχίες.
- Ανεπαρκής ανάπτυξη κρίσιμων δεξιοτήτων: Οι μαθητές/τριες φαίνεται να δυσκολεύονται στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας και της συνάφειας των πληροφοριών που λαμβάνουν μέσω υπολογιστών, δεξιότητες ζωτικής σημασίας για τη συμμετοχή τους στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο. Η γενιά που μεγαλώνει με την τεχνολογία συχνά αδυνατεί να εφαρμόσει τις ψηφιακές της δεξιότητες ανεξάρτητα και κριτικά.
- Διδασκαλία και χρήση ΤΠΕ στην πανδημία: Παρά την εκτεταμένη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση κατά την πανδημία COVID-19, οι ψηφιακές δεξιότητες των μαθητών/τριών δεν ενισχύθηκαν σημαντικά. Αυτό αναδεικνύει το γεγονός ότι η απλή χρήση ψηφιακών τεχνολογιών δεν συνεπάγεται αυτόματα την ανάπτυξη δεξιοτήτων ψηφιακού εγγραμματισμού.
- Ψηφιακό χάσμα: Οι κοινωνικοοικονομικές διαφορές συνεχίζουν να επηρεάζουν έντονα τις επιδόσεις των μαθητών/τριών στις ψηφιακές δεξιότητες. Η περιορισμένη πρόσβαση σε σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες και πόρους εξακολουθεί να είναι σημαντικό εμπόδιο για πολλούς/ές.
- Εκπαίδευση εκτός σχολείου: Οι μαθητές/τριες δηλώνουν ότι μαθαίνουν περισσότερα για τις ΤΠΕ εκτός σχολείου παρά μέσα σε αυτό. Η εξωσχολική ενασχόληση με την τεχνολογία θέτει νέα ερωτήματα σχετικά με τους πιθανούς τρόπους αξιοποίησης αυτής της ανεπίσημης μάθησης από τα σχολεία.
- Χρήση εργαλείων παραγωγικού λογισμικού: Οι μαθητές/τριες χρησιμοποιούν στις τάξεις κυρίως προγράμματα επεξεργασίας κειμένου και παρουσιάσεων, ενώ τα πιο εξελιγμένα εργαλεία, όπως προσομοιώσεις και μοντελοποίηση δεδομένων, παραμένουν λιγότερο συνηθισμένα. Η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών φαίνεται να χρειάζεται μεγαλύτερη έμφαση στην ουσιαστική παιδαγωγική χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών.
Η έρευνα
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2023 η ICILS εξέτασε τις διαφορές μεταξύ των μαθητών και μαθητριών ηλικίας 13-14 ετών (Β’ Γυμνασίου) όσον αφορά τον Eγγραμματισμό τους στην Πληροφορική και τους Υπολογιστές (CIL) σε 34 χώρες του κόσμου. Η έρευνα διενεργήθηκε για πρώτη φορά το 2013 με τη συμμετοχή 21 χωρών και για δεύτερη φορά το 2018 με τη συμμετοχή μόλις 13 χωρών, στις οποίες δεν συμπεριλαμβανόταν η Ελλάδα.
Αναλυτικότερα, στην κύρια έρευνα ICILS 2023 έλαβαν μέρος συνολικά 132.998 μαθητές και μαθήτριες από 5.299 σχολεία 34 χωρών/εκπαιδευτικών συστημάτων, καθώς και οι Διευθυντές/τριες, οι Υπεύθυνοι/ες για τις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών – ΤΠΕ (για την Ελλάδα οι Υπεύθυνοι/ες Σχολικού Εργαστηρίου Πληροφορικής και Εφαρμογών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών) και 60.835 εκπαιδευτικοί των σχολείων αυτών.
Την Ελλάδα εκπροσώπησαν στην έρευνα 3.576 μαθητές και μαθήτριες της Β’ Γυμνασίου, από 179 δημόσια και ιδιωτικά Γυμνάσια όλης της χώρας, 148 Διευθυντές/τριες, 2.321 εκπαιδευτικοί και 142 Υπεύθυνοι/ες Σχολικού Εργαστηρίου Πληροφορικής και Εφαρμογών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών των συμμετεχόντων σχολείων.
Η έρευνα διεξάγεται κάθε πέντε χρόνια υπό την αιγίδα της Διεθνούς Ένωσης για την Αξιολόγηση της Εκπαιδευτικής Επίδοσης (ΙΕΑ), ενώ στην Ελλάδα, υπεύθυνος φορέας υλοποίησης είναι το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) – ΥΠΑΙΘΑ.
Για περισσότερες πληροφορίες και αναλυτικότερη περιγραφή των αποτελεσμάτων μπορείτε να επισκεφθείτε τον ιστότοπο του ΙΕΠ και την Εθνική Έκθεση με τίτλο «ICILS 2023: Έκθεση Αποτελεσμάτων της έρευνας στην Ελλάδα», ΙΕΠ, 2024, στη διεύθυνση: https://iep.edu.gr/icils/index.php.
Η διεθνής έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας, «Fraillon, J. (Ed.). (2024). An international perspective on digital literacy: Results from ICILS 2023. International Association for the Evaluation of Educational Achievement (IEA)» είναι διαθέσιμη στοhttps://www.iea.nl/publications/icils-2023-international-report».
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / Αθηνά Καστρινάκη / photo: pixabay)