«Η πρόταση να βρεθώ στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια της Απελευθέρωσης της Ελλάδος στην Αθήνα, σ’ αυτόν τον τόσο συμβολικό χώρο, το Σύνταγμα, που είναι το σπίτι της Δημοκρατίας, όπου θα παραβρεθούν και ξένοι ηγέτες, που ήταν σύμμαχοι τότε, το 1821, είναι τιμητική.
Είναι τιμητικό και συγκινητικό ταυτόχρονα. Επειδή, πέρα από την παρέλαση, πέρα από τους λόγους των μεν και των δε, αυτό που με συγκινεί περισσότερο είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι, του 19ου αιώνα, που πάλεψαν με όλο τους το είναι δίχως να έχουν την ετικέτα του “ήρωα” στη συνείδησή τους, το έκαναν με τα όπλα που είχαν, με τη συνείδησή τους καθαρή.
Και το έκαναν γιατί δεν υπήρχε άλλη συζήτηση. Αυτό με συγκινεί πολύ. Δεν μπορούσαν να το δουν διαφορετικά, γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής, και μετά από τέσσερις αιώνες, θα μπορούσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους όπως την είχαν χτίσει μέσα στα χρόνια, αλλά προτίμησαν μια αναθεώρηση, αυτή η αναθεώρηση πηγάζει την αλήθεια της μέσα από το DNA του Έλληνα. Είναι αυτή η ανάγκη για ελευθερία».
Και συνέχισε αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια:
«Εγώ γεννήθηκα στο εξωτερικό, έμαθα ελληνικά εδώ από τους μετανάστες γονείς μου. Για μας δεν ήταν οι εθνικές εορτές απλά μια ευκαιρία να κάνουμε παραστάσεις, να τραγουδάμε τα παραδοσιακά τραγούδια κι όλα αυτά, αλλά αφύπνισαν και μια συνείδηση, έναν τρόπο σκέψης και ζωής, σαν ένα καντήλι που δεν σβήνει ποτέ, που δεν ξεχνάει, σαν ένας μπούσουλας μέσα στην ομίχλη, που έχει σχέση με την ιστορία, με τη γλώσσα μας, και γενικότερα με την πολιτισμική πλευρά του Έλληνα.
Γι’ αυτό και από μικρό παιδί αισθάνθηκα την ανάγκη να φορέσω τα άρματα στο χωριό του πατέρα μου, τη Σταμνά, κοντά στο Μεσολόγγι, και να συμμετάσχω στο πανηγύρι που ήταν αφιερωμένο στην Αγία Αγάθη, όπου συμμετέχουν και αρματωμένοι από το Αιτωλικό».
Δήλωσε πως αισθάνεται περήφανος για την καταγωγή του και πως επιθυμεί να “περάσει” και στα παιδιά του την αγάπη για την Ελλάδα:
«Στην ουσία έχει να κάνει με μια ιστορικο-θρησκευτική προσέγγιση, στο τι έγινε εκεί στην περιοχή πριν την έξοδο του Μεσολογγίου. Και ξέρω ότι, όταν φοράς τα άρματα, είναι βαρύ το τίμημα, δεν είναι “φολκλόρ” για μένα η 25η Μαρτίου, είναι συνείδηση, φιλοσοφία και στάση ζωής. Ο καθένας το ζει όπως μπορεί και το εκφράζει όπως μπορεί. Είναι τα 200 χρόνια. Δεν θα το ξαναζήσει κανένας από μας αυτό το γεγονός. Και με την ευκαιρία αυτή θα παρουσιαστούν και σπάνια λάβαρα και λείψανα των ηρώων του ’21, άρα με τιμά, με συγκινεί και εύχομαι κι εγώ κάποια στιγμή να μπορέσω να το περάσω και στα παιδιά μου».