αναβιώνει κάθε Δευτέρα του Πάσχα το έθιμο της «Λέησης», οι ρίζες του οποίου χάνονται στα βάθη των χρόνων.
Ο Κώστας Μπουρδούλης, πρώην πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Πατρέων και κάτοικος του Άνω Καστριτσίου περιγράφει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο την ιστορία του εθίμου, λέγοντας ότι «στην μακραίωνη πορεία του, δεν κατάφεραν να το σταματήσουν, ούτε η Τουρκοκρατία, ούτε οι πόλεμοι, ούτε η Γερμανική κατοχή, ούτε και ο εμφύλιος».
Όπως σημειώνει, «μόνο δύο χρονιές αναβίωσε χωρίς τη συμμετοχή του λαού, δηλαδή το 2020 και το 2021, λόγω της εφαρμογής των μέτρων πρόληψης και προστασίας από τον COVID -19». Τότε, όπως προσθέτει, «ανέλαβαν να τηρήσουν το έθιμο, ο πατήρ Παρασκευάς, ο ψάλτης και οι επίτροποι».
Μιλώντας για την ιστορία του εθίμου, ο Κώστας Μπουρδούλης αναφέρει ότι «έρχεται από τα βάθη των αιώνων» και συνεχίζει:
«Ο μύθος λέει ότι, όταν για πρώτη φορά μια αγελάδα του χωριού γέννησε δύο μοσχαράκια, ενώ έως τότε γεννούσαν πάντα ένα, θεωρήθηκε κακός οιωνός.
Έτσι λοιπόν, οι κάτοικοι έζεψαν τα μοσχαράκια με αλέτρι με χρυσό υνί, τα περιέφεραν γύρω από το χωριό και σε κάθε ύψωμά του έφτιαξαν ένα εξωκκλήσι. Για αυτόν ακριβώς το λόγο υπάρχουν στο Άνω Καστρίτσι πολλά εξωκκλήσια.
Από τότε, τηρώντας οι κάτοικοι του Άνω Καστριτσίου την παράδοση, τελούν κάθε Δευτέρα του Πάσχα θρησκευτική λιτανεία και δέηση, περιφέροντας τις άγιες εικόνες και τα λάβαρα, σε όλα τα υψώματα γύρω από το χωριό, στην προσπάθειά τους να το προφυλάξουν από κάποια καταστροφή. Άλλοι λένε από λοιμό ή διάφορες επιδημίες και άλλοι από κατολισθήσεις.
Παράλληλα, στη «Λέηση» αποδίδουν οι κάτοικοι και το ότι δεν υπήρξαν θύματα μεταξύ των συγχωριανών στον εμφύλιο, παρά το γεγονός ότι το χωριό ήταν το κέντρο του εμφυλίου».
Ακολούθως, ο Κώστας Μπουρδούλης περιγράφει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, το πώς ακριβώς αναβιώνει το έθιμο.
«Η ‘Λέηση’ ξεκινά από την κεντρική εκκλησία του χωριού, τους Αγίους Σαράντα.
Της πομπής προηγούνται η εικόνα της Ανάστασης και το Ευαγγέλιο. Ακολουθούν σημαίες, εξαπτέρυγα και εικόνες, που τα κρατούν οι κάτοικοι του χωριού, ντυμένοι με παραδοσιακές στολές.
Καθ’ όλη την διάρκεια της πομπής οι κάτοικοι φωνάζουν με στεντόρεια φωνή, ‘Κύριε Ελέησον’, για αυτό και η ονομασία ‘Λέηση’. Κατά τη διάρκεια της πομπής γίνεται στάση σε κάθε ένα εξωκκλήσι του χωριού, αλλά και σε προκαθορισμένα δέντρα.
Εκεί, ο ιερέας ‘σηκώνει το ύψωμα’ (αντίδωρο) και το τοποθετεί στα συγκεκριμένα υπεραιωνόβια δέντρα, στα οποία προηγουμένως έχουν ανοιχτεί τρύπες με ‘αρίδα’, δηλαδή με τρυπάνι.
Ταυτόχρονα, σφραγίζει την τρύπα του δέντρου με πέτρα. Όμως, έπειτα από ένα μικρό χρονικό διάστημα, το ίδιο το δέντρο θρέφει την ‘πληγή’ και την καλύπτει.
Κατόπιν, η πομπή καταλήγει ή στο εξωκκλήσι της ‘Παναγιάς’ ή στο εξωκκλήσι του ‘Αη-Γιώργη’, ανάλογα με το αν έχει προηγηθεί η γιορτή του Αγίου Γεωργίου, όπου και τελείται η Θεία Λειτουργία.
Έπειτα λοιπόν από μία πεζοπορία διάρκειας περίπου πέντε ωρών, μέσα στο ανοιξιάτικο περιβάλλον με τις ανθισμένες κερασιές και τις συνεχείς πανηγυρικές καμπανοκρουσίες, όλοι όσοι συμμετείχαν στην πομπή, μικροί και μεγάλοι, κάτοικοι και επισκέπτες, επιστρέφουν στη κεντρική πλατεία της ‘Αγιασαράντης’, όπου, ως συνήθως, τους περιμένει πλήθος κόσμου.
Αμέσως μετά ο ιερέας σέρνει πρώτος το χορό παρέα με τους φουστανελάδες και ακολουθεί γλέντι με ψητά αρνιά, κόκκινα αυγά, κουλούρια και κρασί».
Φέτος, σύμφωνα με τον Κώστα Μπουρδούλη, η «Λέηση» θα καταλήξει στο εξωκκλήσι του Αη-Γιώργη, που βρίσκεται στους πρόποδες του Παναχαϊκού όρους και σε υψόμετρο 701 μέτρα
(ΑΠΕ-ΜΠΕ / photo: freepik)