Σε μικρό χρονικό διάστημα αντιλήφθηκαν ότι ο πίνακας διευκόλυνε το παιδί σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι το χαρτί και το τετράδιο, βοηθώντας το να τα καταφέρνει καλύτερα. Αντίστοιχη βελτίωση αλλά στην ανάγνωση αυτή τη φορά, είχαν τα παιδιά που μαζί με τους γονείς τους χρονομετρούσαν τις προσπάθειές τους και έβλεπαν στο τέλος της εβδομάδας τον χρόνο της ανάγνωσης να συντομεύει. Σε ό,τι αφορά την ορθογραφία, σημείο – κλειδί φάνηκε να είναι η χρήση χρωματιστών μαρκαδόρων στο γράμμα της λέξης που γράφεται λάθος, ενισχύοντας αποφασιστικά την προσπάθεια του παιδιού να το ανακαλεί ευκολότερα από τη μνήμη του.
Τα τεχνάσματα αυτά, αποτελέσματα της δικής της εμπειρίας αλλά και των τρόπων που έχουν βρει γονείς για να βοηθήσουν τα παιδιά τους, παρουσιάζει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής, παιδαγωγός και ψυχολόγος Ελένη Κίμογλου, με αφορμή σχετική παρουσίαση που έκανε σε επιμορφωτική συνάντηση για γονείς που διοργάνωσαν πρόσφατα η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Θεσσαλονίκης και το 1ο και 2ο ΚΕΔΑΣΥ Β Θεσσαλονίκης.
Νοητικοί χάρτες, χρωματιστές παράγραφοι και κίνηση
Σε ένα επόμενο επίπεδο από αυτά της γραφής, της ανάγνωσης και της ορθογραφίας, εκείνο της μάθησης, η κ. Κίμογλου εξηγεί ότι υπάρχουν τρόποι ενίσχυσής της. «Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, και όχι μόνο, μπορούν να κάνουν νοητικούς χάρτες, κάτι που είναι πολύ γνωστό και διαδεδομένο» αναφέρει και παραπέμπει στη δημιουργία οργάνωσης πληροφοριών με λέξεις, σχεδιαγράμματα και εικόνες.
Παράλληλα προτείνει κατά την ανάγνωση, τα παιδιά να κυκλώνουν κάθε παράγραφο με μπογιά διαφορετικού χρώματος και στην ίδια παράγραφο να χρωματίζουν τις λέξεις – κλειδιά με την ίδια μπογιά. «Βοηθάει επίσης πολύ τα παιδιά την ώρα που μαθαίνουν κάτι να κινούνται, να κάνουν βόλτες στο δωμάτιο» επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Πώς νιώθουν τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες
Σε ό,τι αφορά τα συναισθήματα που βιώνουν τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, τονίζει ότι έχουν μεγάλη ανάγκη από την επιβράβευση, ακόμη και στο παραμικρό επίτευγμά τους ενώ υπογραμμίζει ότι για εκείνα, ένα ‘μπράβο’ αποτελεί μεγάλης ισχύος κινητήρια δύναμη στην προσπάθειά τους. «Εμείς ζητάμε πάντα να μας φέρνουν τα παιδιά και οι γονείς τετράδια ή τεστ, οτιδήποτε έχουν στο σχολείο τα παιδιά ώστε να βλέπουμε και τον γραπτό τους λόγο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη στιγμή που μπαίνουν τα παιδιά στην αίθουσα, έχουν στα χέρια τους τα τετράδια και τα χαρτιά τους. Τοποθετούν μάλιστα πάνω πάνω το χαρτί στο οποίο πήραν κάποιον καλό βαθμό και επιμένουν να τα δούμε, να το προσέξουμε, να καταλάβουμε ότι τα καταφέρνουν» σημειώνει. Με αυτόν τον τρόπο παίρνουν μια πολύ σημαντική επανατροφοδότηση που μπορεί να μην την έχουν στην καθημερινότητά τους.
Παράλληλα, όπως προσθέτει, τα παιδιά αυτά νιώθουν φόβο γιατί αισθάνονται ότι οι άλλοι θα καταλάβουν τις αδυναμίες τους. «Σκεφτείτε λίγο πώς νιώθει ένας άνθρωπος που πηγαίνει για πρώτη φορά στο σχολείο και έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με τη μάθηση. Μέχρι πριν λίγο καιρό όλοι τον επαινούσαν για τα πρώτα του βήματα, για τις πρώτες του λέξεις, τα πρώτα του τραγούδια. Έτσι και στο σχολείο ο καθένας μπορεί να περιμένει να εισπράξει ένα ‘μπράβο’, ένα ‘άριστα’ και όταν δεν τα καταφέρνει αρχίζει να διστάζει, να κλείνεται στον εαυτό του», σχολιάζει. Το άγχος αυτό και ο φόβος προκαλούν εκ νέου δυσκολίες, οι οποίες τελικά επιβαρύνουν την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση των παιδιών. Επιπρόσθετο πρόβλημα είναι, ακόμη, ότι τα ίδια τα παιδιά αντιλαμβάνονται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, γι αυτό και ρωτούν συχνά αν τα πήγαν καλά κατά τη διάρκεια των αξιολογήσεών τους.
Πώς νιώθουν οι γονείς
Κρίσιμος παράγοντας στο ζήτημα της αντιμετώπισης των μαθησιακών δυσκολιών είναι και τα συναισθήματα των ίδιων των γονέων, κάποιοι από τους οποίους, όπως λέει η κ. Κίμογλου, δεν μπορούν από την αρχή να αντιληφθούν πως οι δυσκολίες υπάρχουν και το παιδί δεν είναι υπεύθυνο γι’ αυτές. «Και οι γονείς, βέβαια, δεν έχουν διαλέξει την κατάσταση αυτή για τα παιδιά τους, όμως δεν το ήξεραν. Όταν πλέον καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι κάτι που υπάρχει, κάτι που το παιδί δεν μπορεί να αναιρέσει, τότε αλλάζουν και εκείνοι. Και από εκεί που μπορεί να μάλωναν ένα παιδί, να θεωρούσαν ότι δεν προσπαθεί αρκετά, τελικά το στηρίζουν με θέρμη. Και οι γονείς που πραγματικά ενδιαφέρονται, αλλάζουν πραγματικά» τονίζει.
Στο πλαίσιο αυτό αναφέρει ότι είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να είναι ιδιαίτερα υποστηρικτικοί, να επιβραβεύουν την προσπάθεια, να εξηγούν ποιο ήταν το επίτευγμα κάθε φορά και γιατί ήταν σημαντικό. «Έτσι τα παιδιά βελτιώνουν την εικόνα τους, αποκτούν σε ένα βαθμό αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο έχει γίνει η μισή δουλειά» λέει.
Η ίδια προτείνει, ακόμη, στους γονείς να μην έχουν παράλογες απαιτήσεις, να μην συγκρίνουν το παιδί τους με τα αδελφάκια του, τους συμμαθητές του, τους συνομηλίκους του, τον εαυτό τους, ή άλλα παιδιά από τον οικογενειακό περίγυρο, να μην κάνουν αρνητικούς χαρακτηρισμούς, να δίνουν έμφαση στα θετικά σημεία, να αναζητούν αντικείμενα στα οποία τα παιδιά τους έχουν καλύτερες επιδόσεις, όπως ο αθλητισμός, η ζωγραφική, η μουσική κλπ.
Σε επίπεδο συμπεριφοράς αναφέρει ότι όταν επιδιώκεται η αλλαγή μιας ανεπιθύμητης συνήθειας, είναι καλό να ενημερώνεται το παιδί με σαφήνεια για το τι πρέπει να κάνει, τι είναι αποδεκτό, τι δεν είναι αποδεκτό και τι συνέπειες μπορεί να υπάρξουν. Θεωρείται, τέλος, ουσιαστικό το χτίσιμο της αυτοπεποίθησης και των ίδιων των γονέων, η απομάκρυνση από τα κινητά, τα τάμπλετ και τις οθόνες και η οριοθέτηση του καθημερινού προγράμματος ώστε τα πάντα να ρυθμίζονται μέσα από ένα οργανωμένο πλαίσιο μελέτης και δραστηριότητας.
Για τους γονείς η κ. Κίμογλου σχολιάζει ότι «τους ενδιαφέρει περισσότερο να βοηθήσουν τα παιδιά τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και να τα θωρακίσουν ώστε να μην αποθαρρύνονται». Απέναντι δε στο ενδεχόμενο να νιώθουν τα παιδιά ματαίωση, θυμίζει με νόημα: «είναι καλό να λέμε στα παιδιά μας ότι δεν χρειάζεται να είναι πάρα πολύ καλά σε όλα, απλώς φτάνει να κάνουν το καλύτερο που μπορούν για τον εαυτό τους….»
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / Π. Γιούλτση / photo: pixabay)