«Τα νούμερα έχουν σημασία. Αυτή τη στιγμή, ή μάλλον μέχρι το τέλος του ’23, στις ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατοικούσαν με άδεια διαμονής περίπου ένα εκατομμύριο Σύροι. Από αυτούς, 700.000 και κάτι βρίσκονταν στη Γερμανία, ενώ πάνω από 800.000 συνολικά διέμεναν στη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Σουηδία. Στην Ελλάδα, με άδεια διαμονής, είχαμε περίπου 14.000 μέχρι το τέλος του ’23», τόνισε ο υπουργός ανάμεσα σε άλλα, συμπληρώνοντας σε σχέση με την απόφαση να πάγωσουν οι αποφάσεις για τις αιτήσεις ασύλου:
«Ως χώρα υποδοχής, θα σταθμίσουμε πρώτα πώς διαμορφώνονται οι ροές. Αριθμητικά, δεν έχει μεταβληθεί κάτι όσον αφορά τις εισροές από τη Συρία. Έχουμε κάποιες πρώτες ενδείξεις ότι, μέχρι τις 10 – 11 Δεκεμβρίου, αν δεν απατώμαι, κάποιες χιλιάδες, όχι όμως εκατοντάδες χιλιάδες – όπως ακούσαμε εδώ και εκεί – είχαν κινηθεί για να επιστρέψουν από την Τουρκία, όπου, θυμίζω, φιλοξενούνται πάνω από 2 εκατομμύρια».
Ο κ. Παναγιωτόπουλος τονίζει ότι πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα για να αποφασιστούν οι επόμενες ενέργειες: «Πρέπει να περιμένουμε, να σταθμίσουμε τα γεγονότα, τα δεδομένα στο πεδίο, να κάνουμε τις επανεκτιμήσεις μας και να έχουμε ασφαλή δεδομένα για να αποφασίσουμε. Όταν, ξέρετε, έρχεται κάποιος και ζητάει άσυλο, η διαδικασία αυτή δεν είναι απλή υπόθεση. Δεν μπορεί να του χορηγηθεί άσυλο -ή να χαρακτηριστεί, δηλαδή, πρόσφυγας επισήμως, ώστε να μπορεί να μετακινηθεί από την Ελλάδα σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα- με βάση, ας πούμε, αβέβαια δημοσιεύματα. Πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα».
Ο υπουργός αναφέρεται και στον τρόπο που επέλεξε η Ελλάδα να χειριστεί το ζήτημα: «’Αλλες χώρες πάγωσαν εντελώς τη διαδικασία. Το βέβαιο είναι ότι δεν μπορεί κάποιος που έρχεται στην Ελλάδα μέσω της παράνομης ή παράτυπης οδού, και αιτείται άσυλο, να επικαλεστεί ότι “έφυγα γιατί με καταδιώκει το καθεστώς ‘Ασαντ”. Πολύ απλά, γιατί το καθεστώς ‘Ασαντ δεν υπάρχει πια, έχει πέσει. Γι’ αυτό και πάγωσε η διαδικασία της έκδοσης αποφάσεων – όχι όμως η υποβολή και εξέταση των αιτημάτων ασύλου. Μπορεί, ωστόσο, να επικαλεστεί κάτι άλλο. Για παράδειγμα, μπορεί να πει ότι ακόμα μαίνεται πόλεμος στην περιοχή του, ότι είναι πολύ ανασφαλές να γυρίσει πίσω, διότι ακόμα υπάρχουν συγκρούσεις. Ή ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη ασφάλεια ώστε να μπορέσει να πάρει την απόφαση να επιστρέψει με την οικογένειά του. Ασφαλώς, κάτι θα πρέπει να επικαλεστεί για να σταθμίσει η αρμόδια υπηρεσία αν πρέπει να του χορηγήσει άσυλο ή όχι. Το δεδομένο, όμως, είναι ότι η δικαιολογητική βάση για το 99% των περιπτώσεων μέχρι χθες δεν ισχύει πλέον. Γι’ αυτό και η Ελλάδα, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πάγωσε τη διαδικασία, μέχρι να επανασταθμίσει τα δεδομένα».
Αναφερόμενος στη στάση της Τουρκίας με τις εξελίξεις στη Συρία, ο υπουργός ανάφερε ότι η Τουρκία προσπαθεί να αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή, εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία από πολλές πλευρές. «Φερ’ ειπείν, τη μεταβατική φάση όσον αφορά την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ως γνωστόν, ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Τραμπ αναλαμβάνει αρχές Ιανουαρίου, ενώ ο Μπάιντεν απέρχεται. ‘Αρα, υπάρχει ένα σχετικό κενό αυτή τη στιγμή όσον αφορά την ταχύτητα στην εκτίμηση των δεδομένων και τη λήψη αποφάσεων. Αποδείχτηκε η κινητήριος δύναμη πίσω από την πτώση του καθεστώτος ‘Ασαντ. Το δήλωσε δημοσίως και ο πρόεδρος Τραμπ πρόσφατα. ‘Αλλωστε, η χθεσινή δήλωση του Αλ Τζολάνι, του ηγέτη του νέου καθεστώτος, ήταν ότι η Τουρκία, λογικό είναι, να έχει τον πρωτεύοντα λόγο στην ανοικοδόμηση της χώρας. Αυτό φανερώνει ότι η Τουρκία στήριξε αυτή την οργάνωση, η οποία έχει τζιχαντιστικές καταβολές. Αυτό έχει σημασία, προκειμένου να ανατρέψει ένα καθεστώς το οποίο ήταν θνησιγενές, αλλά και ιδιαίτερα καταπιεστικό και δημιούργησε όλα αυτά τα προσφυγικά κύματα».
ΑΠΕΜΠΕ – φωτο:eurokinissi