Σταθερό έδαφος εν μέσω προκλήσεων αναζητά η οικονομία της Θεσσαλονίκης, με την ακρίβεια να συνεχίζει να πιέζει τα νοικοκυριά, και τις επιχειρήσεις να παλεύουν με το υψηλό λειτουργικό κόστος και την ολοένα πιο έντονη έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, όπως προκύπτει από την έρευνα οικονομικής συγκυρίας «Βαρόμετρο ΕΒΕΘ», που διεξήχθη τον Μάρτιο 2025 από την εταιρεία «Palmos Analysis» για λογαριασμό του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου (ΕΒΕΘ), σε δείγμα 800 επιχειρήσεων και 700 καταναλωτών.
Περαιτέρω, οι απαντήσεις στις ad hoc ερωτήσεις της έρευνας δείχνουν ότι περίπου ένας στους τρεις Θεσσαλονικείς χρησιμοποιεί το Μετρό (το ποσοστό αυξάνεται στο 48% για τους κατοίκους του κεντρικού δήμου και 63% στις ηλικίες 16-29 ετών), ενώ υψηλή ικανοποίηση από τη χρήση του δηλώνει το 65% («Πολύ» ή «Αρκετά»). Η λειτουργία του έχει οδηγήσει το 16% να χρησιμοποιεί λιγότερο το ΙΧ και άλλο 16% λιγότερο τα λεωφορεία. Οι επιχειρήσεις έχουν ανάμεικτες απόψεις για τον αντίκτυπό του στις αγορές (34% θεωρεί ότι ενίσχυσε το κέντρο αλλά αποδυνάμωσε τις περιφερειακές).
Σε ό,τι αφορά την υπερυψωμένη λεωφόρο (flyover), οι αρνητικές επιπτώσεις από τις εργασίες κατασκευής φαίνεται πως γίνονται πλέον λιγότερο αισθητές, κάτι που οι ερευνητές «μεταφράζουν» ως ένδειξη προσαρμογής. Το 39% των καταναλωτών (από 45% στην προηγούμενη έρευνα) και το 47% των επιχειρήσεων (σημαντική μείωση κατά 26 μονάδες) αναφέρουν αρνητικό αντίκτυπο.
Κατά τα λοιπά, ο Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης στον νομό Θεσσαλονίκης παρουσίασε μικρή βελτίωση, διαμορφούμενος στις -31 μονάδες, έναντι -35 μονάδων τον Σεπτέμβριο του 2024. Παρά την ελαφρά αυτή άνοδο, οι καταναλωτές εξακολουθούν να διακατέχονται από απαισιοδοξία. Η στασιμότητα που παρατηρείται από τις αρχές του 2023 οφείλεται κυρίως στην παγιωμένη αίσθηση ακρίβειας στο ρεύμα και την ενέργεια, σύμφωνα πάντα με τους ερευνητές. Το 60% των νοικοκυριών χαρακτηρίζει τους λογαριασμούς ρεύματος υψηλούς και δυσκολεύεται στην αποπληρωμή τους (σταθερό ποσοστό σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2024), ενώ αντίστοιχο ποσοστό (58%) δηλώνεται και για τους λογαριασμούς θέρμανσης.
Παράλληλα, ανακάμπτει ο προβληματισμός για περαιτέρω αύξηση των τιμών το επόμενο δωδεκάμηνο (δείκτης στο +32), συμβάλλοντας στη διατήρηση της οικονομικής ανασφάλειας. Μειώνεται, ωστόσο, ελαφρώς η απαισιοδοξία για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού (43% προβλέπουν επιδείνωση, από 50% προηγουμένως). Θετικότερες, αν και συγκρατημένες, είναι οι εκτιμήσεις για την ανεργία, με το 20% να αναμένει μείωση (έναντι 17% τον Σεπτέμβριο 2024).
Μεγάλη επιδείνωση στις προσδοκίες για τις εξαγωγές, πιθανώς λόγω δασμών
Το επιχειρηματικό κλίμα παρουσιάζει μικτή εικόνα, με διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον τομέα δραστηριότητας: στη βιομηχανία, για παράδειγμα, ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών υποχώρησε ελαφρά, στις -5 μονάδες (από -3 στην προηγούμενη έρευνα). Καταγράφεται επιδείνωση στις εκτιμήσεις για την παραγωγή του τελευταίου εξαμήνου, αλλά σταθεροποίηση των προσδοκιών για το επόμενο. Σημαντική επιδείνωση παρατηρείται στις εκτιμήσεις για τις εξαγωγές (+14 από +30), πιθανώς αντικατοπτρίζοντας -σύμφωνα με τους ερευνητές- ανησυχίες για εξωτερικούς παράγοντες όπως οι δασμοί. Οι κυριότεροι περιοριστικοί παράγοντες παραμένουν οι χρηματοοικονομικοί περιορισμοί (44%) και η έλλειψη εργατικού δυναμικού (40%).
Στις υπηρεσίες, ο δείκτης παραμένει σε θετικό έδαφος (+15), αν και χαμηλότερα από το προηγούμενο εξάμηνο (+20). Ενώ η τρέχουσα κατάσταση αξιολογείται αρνητικότερα, οι προσδοκίες για τη ζήτηση (+32) και την απασχόληση (+18) το επόμενο εξάμηνο είναι ιδιαίτερα θετικές, με τον δείκτη απασχόλησης να φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο ιστορικά.
Στο λιανεμπόριο, ο δείκτης καταγράφει σημαντική πτώση, έχοντας περάσει σε αρνητικό έδαφος (-7 από +1). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην απότομη επιδείνωση της αποτίμησης των πωλήσεων του προηγούμενου εξαμήνου (-32 από +1). Ωστόσο, οι προσδοκίες για τις πωλήσεις (+19 από +3) και τις παραγγελίες (+5 από -13) το επόμενο εξάμηνο ενισχύονται σημαντικά.
Στις κατασκευές, ο δείκτης παραμένει σε θετικό έδαφος (+6), ελαφρώς χαμηλότερα από το +9 του Σεπτεμβρίου 2024, αλλά κοντά στα υψηλότερα ιστορικά επίπεδα. Οι εκτιμήσεις για την δραστηριότητα του προηγούμενου εξαμήνου παραμένουν υψηλές (+26). Η έλλειψη εργατικού δυναμικού αναδεικνύεται πλέον κυρίαρχος περιοριστικός παράγοντας, καθώς αναφέρεται από το 71% των επιχειρήσεων του κλάδου (έναντι 59% προηγουμένως).
Πέρα από τις επιμέρους τάσεις, η έρευνα αναδεικνύει οριζόντια ζητήματα. Για τις επιχειρήσεις, το υψηλό κόστος φορολογίας παραμένει το «Νο 1» πρόβλημα (44%), ακολουθούμενο από τα κόστη ενέργειας/καυσίμων (29%) και πρώτων υλών (23%) και τη γραφειοκρατία (17%). Αξιοσημείωτη είναι η αυξανόμενη αναφορά στο υψηλό εργατικό κόστος (22% συνολικά) και η κυριαρχία της έλλειψης εργατικού δυναμικού ως βασικού εμποδίου, ιδίως στις κατασκευές και τη βιομηχανία.
Κατά τα λοιπά, το 29% των επιχειρήσεων συμμετείχε σε επιχορηγούμενα προγράμματα την τελευταία πενταετία, με το 64% να δηλώνει «Πολύ» ή «Αρκετά» ικανοποιημένο. Ωστόσο, το 63% των επιχειρήσεων προτιμά τα έμμεσα φορολογικά κίνητρα έναντι των άμεσων επιχορηγήσεων (29%)._
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / photo: intime)