«Σε κανένα σημείο της προσβαλλόμενης πράξης δεν προσδιορίζεται το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων καθώς δε γίνεται μνεία του εφαρμοζόμενου επιτοκίου. Αντιθέτως, απλά αναφέρει ότι θα προστεθεί το ποσό των 30.000,00 ευρώ ως τόκοι.
Επομένως, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, στην οποία δεν αναφέρονται ρητά οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι, πάσχει αοριστίας και, ως εκ τούτου, είναι ακυρωτέα. Υφίσταται, εν προκειμένω, δικονομική βλάβη του ανακόπτοντος που συνίσταται στην αδυναμία του να αντικρούσει το κονδύλιο αυτό, το ύψος του οποίου δε γνωρίζει και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την κήρυξη ακυρότητας» αναφέρεται.
Όπως τονίζεται στο πλαίσιο της κρινόμενης ανακοπής της αναγκαστικής εκτέλεσης και του πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας με σχετική διαταγή πληρωμής, το Δικαστήριο έκρινε πως «πρέπει να ακυρωθεί, διότι δεν αναφέρεται σε αυτή και κατά ποσό ορισμένο των κεφαλαιοποιημένων τόκων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή».
Σημειώνεται πως στο πλαίσιο σύμβασης στεγαστικού δανείου, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία παρείχε στον ανακόπτοντα δάνειο ποσού 120.000 ευρώ, για την αγορά και την επισκευή κατοικίας. «Ένεκα μη εμπρόθεσμης καταβολής των μηνιαίων δόσεων, στις 09-01-2020, η καθής επέδωσε στον ανακόπτοντα την από 06-12-2019 εξώδικη καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης, (βλ. τη με αριθμό ./09-0Ι-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, .), με την οποία του δήλωσε ότι καταγγέλλει την ένδικη σύμβαση και τον κάλεσε να της καταβάλλει το οφειλόμενο ποσό και, συγκεκριμένα, το ποσό των 131.642,72 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων από την επομένη της επίδοσης της καταγγελίας έως την ολοσχερή εξόφληση.
Μετά ταύτα με την από 22-10-2020 αίτησή της, η καθής αιτήθηκε από το παρόν Δικαστήριο και πέτυχε την έκδοση της με αριθμ. 7031/2020 διαταγής πληρωμής και εν προκειμένω εκτελεστού τίτλου, στο διατακτικό της οποίας αναφέρεται η υποχρέωση του ανακόπτοντος να καταβάλλει στην καθής το συνολικό ποσό των 86.619,46 ευρώ, πλην των κονδυλίων των τόκων, οπότε θα προστεθούν επιπλέον 30,00 ευρώ, και, συγκεκριμένα, το ποσό των 83.969,46 ευρώ, για επιδικασθέν κεφάλαιο, το ποσό των 2.570,00 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, το ποσό των 30,00 ευρώ για την έκδοση του αντιγράφου και τη σύνταξη της επιταγής και το ποσό των 50,00 ευρώ για την σύνταξη παραγγελίας προς επίδοση και επίδοση αυτής (επιταγής προς πληρωμή), νομιμοτόκως από την επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή έως την ολοσχερή εξόφληση».
Ωστόσο, το Δικαστήριο αναφέρει πως «από το ως άνω περιεχόμενο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής σαφώς συνάγεται ότι ζητείται από τον ανακόπτοντα – οφειλέτη να καταβάλει πέραν από τους τόκους υπερημερίας, ο υπολογισμός των οποίων γίνεται σχετικά ευχερώς δοθέντος του κεφαλαίου (83.969,46 ευρώ), του χρονικού σημείου έναρξης υπολογισμού τους και του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας το ποσοστό του οποίου πρέπει να αναζητηθεί στα άρθρα της ένδικης σύμβασης και τόκους τόκων οι οποίοι υπολογίζονται με εξαμηνιαίο ανατοκισμό.
Ο υπολογισμός των τόκων αυτών (κεφαλαιοποιημένων) είναι ιδιαίτερα σύνθετος, και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να μνημονεύονται ρητά στο διατακτικό της διαταγής πληρωμής διαφορετικά αυτή είναι αόριστη, καθώς αν παραλειφθεί η αναγραφή τους δεν προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης».
Και καταλήγει πως «σε κανένα σημείο της προσβαλλόμενης πράξης δεν προσδιορίζεται το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων καθώς δε γίνεται μνεία του εφαρμοζόμενου επιτοκίου. Αντιθέτως, απλά αναφέρει ότι θα προστεθεί το ποσό των 30.000,00 ευρώ ως τόκοι.
Επομένως, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, στην οποία δεν αναφέρονται ρητά οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι πάσχει αοριστίας και, ως εκ τούτου, είναι ακυρωτέα. Περαιτέρω, υφίσταται εν προκειμένω δικονομική βλάβη του ανακόπτοντος που συνίσταται στην αδυναμία του να αντικρούσει το κονδύλια αυτό, το ύψος του οποίου δε γνωρίζει και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την κήρυξη ακυρότητας».
(Από dikastiko.gr – freepik photo)