Κάνοντας λόγο για «πολύ βαριά και παρατεταμένη κρίση», εκτίμησε: «Δεν βλέπω να τελειώνει εύκολα». Παραπέμποντας σε όλα αυτά τα οποία έχουν διαμειφθεί μεταξύ των στελεχών της μείζονος αντιπολίτευσης και το πολιτικό πλαίσιο, επανέλαβε την εκτίμησή του ότι «δεν φαίνεται ότι αυτό μπορεί να ξεπερασθεί». Όμως, συμπλήρωσε, «η αιτία και η ρίζα αυτής της εικόνας βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε μια σειρά από ζητήματα ο ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενο διάστημα, κι όταν βρισκόταν στην κυβέρνηση κι όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση».
Επιπλέον, «το βασικό θέμα που έχει ο (Στέφανος) Κασσελάκης είναι ότι δεν έχει καμία ώσμωση και σχέση με την παράδοση αυτού του χώρου. Επομένως, μπορεί να έχει κάποια απήχηση σε ένα χειμαζόμενο χώρο», αλλά από την άλλη μεριά η παράδοση και η ταυτότητα αυτού του χώρου δεν έχει σχέση με τον κύριο Κασσελάκη.
Στα του κόμματός του η πρώτη παρατήρηση του Μ. Βορίδη ήταν: «Δεν βλέπω εσωκομματική αντιπολίτευση, κι αν θεωρούμε κάτι τέτοιο μια ερώτηση κάποιων βουλευτών, είναι περίπου 6.500 ερωτήσεις. Μπορείτε να ρωτήσετε και τους ίδιους αν αισθάνονται εσωκομματική αντιπολίτευση. Όσοι έχουν μιλήσει σε αυτή τη φάση, αρνούνται οποιοδήποτε τέτοιο χαρακτηρισμό». «Έχουμε αρραγή Κοινοβουλευτική Ομάδα, που έχει στηρίξει την κυβέρνηση σε όλες τις επιλογές, σε όλα τα μεγάλα ζητήματα που έχουμε αντιμετωπίσει, χωρίς την παραμικρή διαφωνία», υπογράμμισε.
Επικαλέσθηκε, μάλιστα, την πρόσφατη ονομαστική ψηφοφορία για το νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών, όπου εκεί το ψήφισαν οι δύο προερχόμενοι από τη ΝΔ ανεξάρτητοι βουλευτές αλλά και ακόμη δύο ανεξάρτητοι.
Για το θέμα που ανέκυψε με τη συμμετοχή των χαμηλοσυνταξιούχων στα φάρμακα σημείωσε ότι «από την πρώτη στιγμή ο υπουργός Υγείας είπε ότι είναι κάτι το οποίο εξετάζει». Εν πάση περιπτώσει, «είναι θεσμική υποχρέωση της κυβέρνησης και των υπουργών να ακούν τους βουλευτές». Και, «οι βουλευτές της ΝΔ μεταφέρουν τη φωνή του κόσμου, της εκλογικής περιφέρειάς τους». Εν τέλει, «το να αναδείξει ένα θέμα ένας βουλευτής, είναι μέσα στη δουλειά του και είναι καθήκον του». Ως εκ τούτου, «το να αναδείξει ένα θέμα ένας βουλευτής δεν συνιστά θέμα».
Κληθείς να σχολιάσει τη στάση των δύο πρώην πρωθυπουργών, κ.κ. Καραμανλή και Σαμαρά, υπενθύμισε ότι το συνέδριο που έκανε φέτος το κυβερνών κόμμα ήταν «και επετειακό. Εκεί ήταν η κατεξοχήν πολιτική διαδικασία για τα 50 χρόνια. Εκεί ήταν και ο Αντώνης Σαμαράς και ο Κώστας Καραμανλής». Ενώ επανάλαβε, «πάντα ακούμε με πολλή προσοχή τους πρώην πρωθυπουργούς και δεν σχολιάζουμε τις απόψεις τους».
Στη συνέχεια της συνέντευξης, ο υπουργός Επικρατείας έθεσε σειρά ερωτημάτων, όπως: «Απο ποιες στρατηγικές επιλογές έχει απομακρυνθεί η ΝΔ; Έχει απομακρυνθεί από την Ευρώπη; Έχει απομακρυνθεί από τη Δύση και το ΝΑΤΟ; Έχει απομακρυνθεί από την υποστήριξη της ελεύθερης οικονομίας; Έχει απομακρυνθεί από την προσπάθειά της να μειώσει τις φορολογικές επιβαρύνσεις; Έχει απομακρυνθεί από τη μεγάλη προσπάθεια της κοινωνικής συνοχής;».
Και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, «σε τι έχουμε ενδώσει (σ.σ. στην Τουρκία);», διερωτήθηκε, δίνοντας συγχρόνως την απάντηση ότι «ο ελληνοτουρκικός διάλογος είναι κάτι που έχει γίνει διαδοχικά από πολλές κυβερνήσεις. Έχει ξεκινήσει επί Γιώργου Παπανδρέου, έχει συνεχισθεί επί Αντώνη Σαμαρά, έχει γίνει επί Κυριάκου Μητσοτάκη». Και ο διάλογος αυτός έχει αποτελέσματα: μείωση μεταναστευτικών ροών, μείωση της παραβίασης του εθνικού εναέριου χώρου, δήλωσε ακόμη.
Δεν υπάρχει «κανένα παρασκήνιο», διαβεβαίωσε δε παραπέμποντας στις πάγιες ελληνικές θέσεις, οι οποίες έχουν την «καθολική συμφωνία όλων των κομμάτων». Κοινή, άλλωστε, θέση της εξωτερικής πολιτικής είναι «η μία διαφορά με την Τουρκία, η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών δια της χρήσεως του διεθνούς δικαίου. Έχει αλλάξει θέση από αυτό η κυβέρνησή μας και δεν το κατάλαβα;».
Επικαλέσθηκε, εξάλλου, και την πρόσφατη τοποθέτηση του πρωθυπουργού της Ελλάδας, που κατέληξε στην εντολή προς τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών «να διερευνήσουν αν πράγματι μπορούμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα, ανάλογα και με τις θέσεις των δύο χωρών». Εν κατακλείδι, «μπορεί να διαπιστωθεί πως δεν υπάρχει δυνατότητα», συμπέρανε.
Στο μεταναστευτικό, «οι ροές είναι απολύτως ελεγχόμενες, απολύτως χαμηλές». Η παρούσα κυβέρνηση παρέλαβε από την προηγούμενη τριπλάσιο αριθμό παράνομων μεταναστών και αιτούντων άσυλο, δήλωσε και προσέθεσε: «Έχουμε κλείσει πάνω από 100 κέντρα υποδοχής, γιατί δεν υπάρχει πια η ανάγκη».
Επιπροσθέτως, «η Ελλάδα είναι μια δύσκολη χώρα για να έρθει κανείς παρανόμως, έχει παίξει ρόλο ο φράχτης, η αποτελεσματική φύλαξη των θαλασσίων συνόρων», όπως επίσης και η «ταχεία διεκπεραίωση των αιτήσεων ασύλου», ανέφερε ο υπουργός Επικρατείας, που επέμεινε κλείνοντας σε μια αυστηρή, δίκαιη, αποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική.
Ακροθιγώς, τέλος, για το ζήτημα που έχει ανακύψει με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, διαβεβαίωσε πως αναζητείται ο «ηπιότερος δυνατός τρόπος για μην είναι επαχθής για τα εισοδήματα των παραγωγών. Κοιτάμε τον μηχανισμό».
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / photo: eurokinissi)