Οι ευρωπαίοι ηγέτες ανυπομονούν εύλογα να τελειώσουν με ένα δυσάρεστο επεισόδιο. Η κρίση χρέους κατέδειξε όχι μόνο την δημοσιονομική κακοδιαχείριση της Ελλάδας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο την προκάλεσαν οι γερμανικές και γαλλικές κυρίως τράπεζες.
Η διάσωση της Ελλάδας υπήρξε πολιτική ταχυδακτυλουργία. Διέσωσε έμμεσα τις τράπεζες, φορτώνοντας το βάρος στον ελληνικό λαό.
Ως εκ θαύματος, η Ελλάδα επέζησε. Ο προϋπολογισμός είναι πλεονασματικός και η οικονομία αναπτύσσεται και πάλι, έχοντας υποστεί μια από τις βαθύτερες υφέσεις στην ιστορία. Όμως ο λογαριασμός έμεινε. Χρέος άνω των 240 δις ευρώ προς τον επίσημο τομέα, που συνδυαζόμενο με το ιδιωτικό χρέος φθάνει το 180% του ΑΕΠ.
Οι ευρωπαίοι πιστωτές επιμένουν πως το χρέος είναι διαχειρίσιμο. Έχουν μειώσει τις αποπληρωμές των τόκων και έχουν παράσχει στην Ελλάδα περισσότερο χρόνο για να αποπληρώσει τα δάνεια, επιμηκύνοντας κάποιες ωριμάνσεις μέχρι το 2060. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, το χρέος θα μειωθεί στο 100% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, παραμένοντας μεν πολύ υψηλό, αλλά τουλάχιστον με σωστές προοπτικές.
Οι προβλέψεις της ΕΕ εμπεριέχουν, δυστυχώς, ευσεβείς πόθους. Η Ελλάδα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,4% κατά μέσον όρο για μια δεκαετία και κατόπιν 2,2% μέχρι το 2060, κάτι που καμία χώρα της ευρωζώνης δεν έχει κατορθώσει.
Μειώνοντας τις προβολές στο 2% και στο 1% αντίστοιχα και κάνοντας χρήση των εκτιμήσεων του ΔΝΤ για την ανάπτυξη και τα επιτόκια, αναδύεται μια διαφορετική εικόνα. Για τις προσεχείς δεκαετίες, ακόμη και σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο, η Ελλάδα θα πρέπει να δανειστεί εκατοντάδες δισεκατομμυρίων ευρώ από τις αγορές για να αποπληρώσει τους επίσημους δανειστές. Αν οι ιδιώτες επενδυτές θεωρήσουν ότι το δημόσιο χρέος είναι εκτός ελέγχου, τότε θα αποσυρθούν και η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει άλλη μια ελληνική κρίση.
Η προφανής λύση είναι να παραχωρήσει η ΕΕ πραγματική ελάφρυνση χρέους προς την Ελλάδα. Όσο νωρίτερα. Τόσο το καλύτερο.