Το ρίσκο της επικείμενης επιστροφής στις αγορές αυξάνεται λόγω της κρίσης στην Ιταλία, κλείνοντας εκ των πραγμάτων το κεφάλαιο της παροχολογίας που άνοιξαν στην κυβέρνηση, υποσχόμενοι αθέτηση δεσμεύσεων και έκτακτες παροχές.
Ακόμα και ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή, κύριος Φραγκίσκος Κουτεντάκης, ο οποίος ως Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών -μέχρι πρότινος- είχε επικρίνει την διατύπωση της άποψης από τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος ότι η κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει την σκοπιμότητα και να διαπραγματευτεί την προληπτική γραμμής στήριξης, έσπευσε χθες να μεταθέσει το πρόβλημα …στους δανειστές.
Ενώ επανειλημμένως το Eurogroup και οι επικεφαλής των θεσμών έχουν τονίσει πως είναι απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να υποβάλει αίτημα για προληπτική γραμμή στήριξης ή όχι, ο κύριος Κουτεντάκης προέβαλε την άποψη πως οι δανειστές δεν έχουν στέρξει να προσφέρουν την δυνατότητα αυτή στη χώρα μας.
Μιλώντας χθες στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Απολογισμού και Ισολογισμού του Κράτους, ο κύριος Κουτεντάκης είπε:
1. Για την προληπτική γραμμή: “στο θέμα αυτό, σημασία έχει τι λένε οι πιστωτές. Αυτοί που θα αναλάβουν να εγγυηθούν για την πιστωτική γραμμή και, αυτήν τη στιγμή, επίσημα τουλάχιστον, δεν έχουν εκφράσει καμία τέτοια πρόθεση. Δεύτερον, ούτε η ελληνική κυβέρνηση, ούτε και η αξιωματική αντιπολίτευση, από όσο γνωρίζω, έχουν εκφράσει πρόθεση για κάτι τέτοιο» υποστήριξε ο κύριος Κουτεντάκης. Και κατέληξε: “Το θέμα είναι ότι αυτό εξαρτάται από αυτούς που θα χρηματοδοτήσουν και θα εγγυηθούν για αυτήν την γραμμή. Από τη στιγμή που αυτοί δεν το βάζουν στο τραπέζι κι ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση το ζητούν, δεν θεωρούμε ότι είναι πολύ πιθανό σενάριο. Από εκεί και πέρα, δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς τίποτα, γενικότερα στην Οικονομία».
2. Για το θέμα της Ιταλίας και το κόστος δανεισμού, για το οποίο ρωτήθηκε από πολλούς βουλευτές: «Δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πού θα καταλήξει. Οπωσδήποτε, είναι μια πολιτική κρίση που δημιουργεί οικονομικές διαταραχές σε όλη την ευρωζώνη (…) Το ύψος των επιτοκίων στα ελληνικά ομόλογα παρουσίασε το 2017 μια πολύ σημαντική μείωση, από το Φεβρουάριο και μετά έχει σταθεροποιηθεί και πρόσφατα, με τα γεγονότα στην Ιταλία, έχει αρχίσει να ανεβαίνει. Θα δούμε πού θα καταλήξει, γιατί δεν ξέρουμε ποιες θα είναι οι εξελίξεις στην Ιταλία» περιορίστηκε να πει.
Ωστόσο πρόσθεσε ότι «ένα άλλο θέμα, όμως, που είναι σημαντικό και πρέπει επίσης να μπαίνει σε οποιαδήποτε κουβέντα, είναι ότι σίγουρα, ό,τι και να γίνει, είναι πολύ δύσκολο μετά το πρόγραμμα η ελληνική οικονομία να δανείζεται με επιτόκιο χαμηλότερο από το ESM. Αυτή η αύξηση των επιτοκίων που θα προκύψει, λόγω ολοκλήρωσης του προγράμματος είναι, λίγο έως πολύ, αναπόφευκτη. Το εναλλακτικό σενάριο είναι να μη βγει η Ελλάδα από το Πρόγραμμα. Μπορεί να μείνει για πάντα σε ένα Πρόγραμμα, ώστε να δανείζεται για πάντα με το επιτόκιο του ESM; Αυτό δεν νομίζω ότι το υποστηρίζει και κανείς» τόνισε.
3. Για την «καθαρή έξοδο»: “Η λέξη «καθαρή» έχει ένα απροσδιόριστο περιεχόμενο του τι σημαίνει ή τι καταλαβαίνει κανείς. Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής δεν χρησιμοποιεί την λέξη «καθαρή» στην Έκθεσή του, γιατί δεν έχει σαφές περιεχόμενο. Αυτό που είναι σαφές είναι, ότι το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, το πλαίσιο εποπτείας που συνόδευε αυτό το πρόγραμμα θα τελειώσει και από εκεί και πέρα, αναμένεται να προκύψει ένα νέο πλαίσιο εποπτείας (…) Τι θα ελέγχουν, πόσο συχνά θα το ελέγχουν και ούτω καθεξής, αυτό το πλαίσιο δεν είναι λεπτομερές και πρέπει να καθοριστεί στο επόμενο διάστημα».
4. Για τις περικοπές μετά το Μνημόνιο: “Η μείωση των συντάξεων το 2019 και η μείωση του αφορολόγητου το 2020 είναι μέτρα που νομοθετήθηκαν προληπτικά (…) Από την άλλη μεριά, όμως, αυτά τα μέτρα έχουν συμφωνηθεί, έχουν νομοθετηθεί αυτά τα μέτρα. Άρα, τίθεται ένα θέμα – να το πω – αξιοπιστίας, εάν γίνει κάποια αλλαγή και τελικά, δεν εφαρμοστούν αφορά τα μέτρα”.
5. Για την παροχόλογία και την «13η Σύνταξη»: “Σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσεται η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού ότι θα υπάρχει γενικότερη χαλαρότητα” μετά τον Αύγουστο. “Η οποιαδήποτε συζήτηση για το αν θα πρέπει να εισαχθούν μόνιμα μέτρα κοινωνικής προστασίας ή μόνιμες φοροαπαλλαγές, ανάλογα πώς θέλει να τον διανείμει κανείς αυτόν τον δημοσιονομικό χώρο, θα πρέπει να στηρίζεται σε ένα σχεδιασμό (…) Δεν έχει νόημα να κόψεις ένα φόρο για ένα χρόνο και να τον ξαναβάλεις στον επόμενο”.
6. Για την ελάφρυνση χρέους και οι όροι παροχής της: “Πέραν του ποσοτικού του πράγματος, υπάρχει και ένα ποιοτικό στοιχείο, σε ποιο βαθμό αυτή η ελάφρυνση θα συνδέεται με αιρεσιμότητες τα επόμενα χρόνια (…) Είναι στοιχείο που δημιουργεί αβεβαιότητα. Η αβεβαιότητα είναι προφανώς κάτι που δεν θα βοηθήσει στην εξομάλυνση των δημοσιονομικών συνθηκών του ελληνικού κράτους. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η όποια αιρεσιμότητα αφορά στην ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό”.
7. Για τα “παζάρια” με τους δανειστές για το χρέος μέχρι το 2050: “Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους (και αυτό είναι και θετικό από μια πλευρά) είναι στα χέρια του επίσημου τομέα, δηλαδή σε κράτη – μέλη ή σε διεθνείς οργανισμούς, πράγμα που σημαίνει ότι η εξυπηρέτησή του και οι όροι εξυπηρέτησής του είναι πάντα αντικείμενο μιας πολιτικής διαπραγμάτευσης”.
8. Για την διάψευση των προβλέψεων για Ανάπτυξη: “Γιατί έπεσαν μέσα, γιατί έπεσαν έξω, δεν μπορώ να σας απαντήσω, όπως φαντάζομαι ότι δεν μπορούν να σας απαντήσουν και πολλοί άνθρωποι.Η πρόβλεψη του 2018 στον προϋπολογισμό ήταν πράγματι 2,5% και δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να επιβεβαιώνεται. Και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ΟΟΣΑ έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω. Είναι στο 1,9% με 2% και οι τρεις και το αναφέρουμε στην αρχή της έκθεσης αυτό. Υποθέτω ότι και η Ελληνική Κυβέρνηση θα πρέπει να αναθεωρήσει προς τα κάτω τις δικές της προβλέψεις. Δηλαδή, το 2,5% του προϋπολογισμού δεν φαντάζομαι να μείνει». Βέβαια ο προϋπολογισμός εκεί είναι, δεν αλλάζει, αλλά στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για παράδειγμα, που αναμένεται στο επόμενο διάστημα, εκτιμώ ότι θα πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα κάτω και η μεγέθυνση”.
9. Για τον πολιτικό διάλογο στην χώρα μας: “Χρειάζονται και κάποιες στρατηγικές, που να επεκτείνονται σε μεγάλο χρόνο. Αυτό σημαίνει, ότι κάποιου είδους συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, πάνω σε γενικές κατευθύνσεις τουλάχιστον, θα πρέπει σιγά-σιγά να διαμορφωθεί, για τον απλούστατο λόγο, ότι χρειάζεται ένα σχέδιο επίλυσης προβλημάτων που θα πρέπει να επεκτείνεται σε μια δεκαετία. Αν αλλάζει κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια, δεν θα λειτουργήσει”.
(protothema)