«Η κρίση αποδείχθηκε βαθιά τραυματική για την Ελλάδα που με ενθουσιασμό προχώρησε στην αλλαγή από δραχμές σε ευρώ το 2001. Η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος τροφοδότησε μια περίοδο φτηνής πίστωσης που χρηματοδότησε την ιδιωτική κατανάλωση και τις δημόσιες δαπάνες φουσκώνοντας τα ελλείμματα» ξεκινά το άρθρο του Reuters.
Μετά την έκρηξη της κρίσης χρέους στις αρχές του 2010 τέσσερις διαδοχικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της χρεοκοπίας βασιζόμενες στο μεγαλύτερο πρόγραμμα διάσωσης στην οικονομική ιστορία, σημειώνει το Reuters και το άρθρο συνεχίζει: «καθώς η Αθήνα προσπαθεί να επιστρέψει στην κανονικότητα και να ανακτήσει την οικονομικής της κυριαρχία, τα τραύματα παραμένουν – οι τράπεζες έχουν ένα πορτφόλιο φορτωμένο με τεράστια κόκκινα δάνεια και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη, στο 180% του ΑΕΠ».
Αν και ο συντάκτης υποστηρίζει ότι έχει αρχίσει λίγο φως να περνάει μέσα από τα σύννεφα εντούτοις προσθέτει τη δήλωση του οικονομολόγου Πάνου Τσακλόγλου ότι «οι λαϊκίστικες πολιτικές που μπορεί να εξασφαλίσουν ορισμένες ψήφους σήμερα και να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα μετά από μερικά χρόνια πρέπει να αποφεύγονται με κάθε κόστος. Διαφορετικά αργά ή γρήγορα θα καταλήξουμε στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα.
Το άρθρο υπενθυμίζει τη δέσμευση της κυβέρνησης για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060 καθώς και τον σκεπτικισμό που εφκράζει το ΔΝΤ για «τα εξωτερικά και εσωτερικά ρίσκα» αλλά και για τη βιωσιμότητα του χρέους που παραμένει αβέβαιη σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.
«Δεν βλέπω να υπάρχει λόγος πανηγυρισμών για την έξοδο από το Μνημόνιο γιατί μπορεί να βγαίνεις από το τηγάνι αλλά πέφτεις στη φωτιά» σχολιάζει ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θάνος Βερέμης και προσθέτει: «οι περισσότεροι έχουν “στεγνώσει” από τους φόρους, και επομένως τα χρήματα που μπαίνουν στην άκρη είναι λίγα προκειμένου να τροφοδοτηθούν οι επιχειρήσεις, να βελτιωθούν και να αναπτυχθούν».