Οι άνθρωποι που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα τα τελευταία περίπου 50 χρόνια, έχουν μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον, το οποίο έχει μία σχετική σταθερότητα (η πανδημία και τα επακόλουθά της είναι κάτι διαφορετικό), τόσο από οικονομικής πλευράς, όσο και λόγω της σταθερότητας στο εσωτερικό με καταστάσεις που δεν ξεφεύγουν και ότι γίνεται πέραν του συνηθισμένου, απορροφάται και ξεχνιέται σχετικά εύκολα. Υπάρχει ακόμα σχετική ελευθερία λόγου και έκφρασης, υπάρχουν μερικές σταθερές στην ασφάλεια, την οικονομία, την πολιτειακή ροή και τη δικαστική και εκτελεστική εξουσία.
Κυρίως, το αίσθημα ασφάλειας είναι αυτό που δημιουργεί και τη σταθερότητα στην οποία αναφέρεται η προηγούμενη παράγραφος. Θα ρωτήσει κανείς πως ισχύει αυτό, «αφού υπάρχουν ληστείες, κακοποιοί, αδικίες, η δικαιοσύνη δε λειτουργεί, υπάρχει αδυσώπητη φορολογία, αστυνομική βία, τρομοκρατία από ακραίες ομάδες συνήθως αριστερών πεποιθήσεων κ.α.”. Η αλήθεια είναι ότι αυτά υφίστανται και είναι αναμενόμενο να υφίστανται σε μία κοινωνία, στην οποία δε λειτουργούν και σκέπτονται όλοι το ίδιο όπως συνήθως συμβαίνει. Υπάρχουν όμως καταστάσεις έλλειψης ασφάλειας, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ίσως, όντας για παράδειγμα, 30 χρονών, αφού δεν έχει ένα ανάλογο βίωμα αλλά μόνο κάποια ψήγματα τέτοιων καταστάσεων και μάλλον απομακρυσμένα από τον ίδιο.
Για να γίνει κατανοητό αυτό θα μεταφερθούμε πίσω στο χρόνο, 200 χρόνια πριν, στην ίδια εδαφικά περιοχή που υπάρχει το σημερινό Ελληνικό Κράτος, παραμονές της έναρξης της Επανάστασης. Η εποχή δεν είναι καλή για κανέναν, ο οποίος δηλώνει Χριστιανός και δεν προσκυνά τον τοπικό Αγά που η Υψηλή Πύλη έχει τοποθετήσει ως τοπάρχη της κάθε περιοχής. Οι “ραγιάδες” δεν είχαν τα δικαιώματα όσων ήταν μουσουλμάνοι και φυσικά όχι τα δικαιώματα όσων ήταν Οθωμανοί Τούρκοι. Δεν υπήρχε δικαστήριο που θα εκδίκαζε δίκαια υπόθεση μεταξύ μουσουλμάνου και ραγιά, δεν υπήρχε η έννοια της περιουσίας. Αν ο τοπικός Αγάς ήθελε κάτι, το έπαιρνε.
Τα παιδιά που κάποιος “ραγιάς” έκανε, ειδικά τα αγόρια, ήταν εν δυνάμει προϊόντα προς αρπαγή, η πειρατεία άκμαζε και ήταν φυσικό να αρπαγεί κανείς και να πουληθεί στα σκλαβοπάζαρα της Μικρασίας και της Συρίας-Λιβάνου. Η δουλεία υπήρχε κανονικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν αποδεκτό να υφαρπάζονται μικρά κορίτσια και αγόρια για το χαρέμι του Σουλτάνου και τον Πασάδων, ενώ οι περιοδικές σφαγές αλλόθρησκων πληθυσμών σε εξάρσεις βίας χαρακτηριστικής των Τούρκων, ήταν μία συνήθης πρακτική ανά.. δεκαετία. Η τοκογλυφία υπήρχε και ασκείτο από τους έχοντες χρήματα σε συνεργασία με τους επιτετραμμένους της οθωμανικής διοίκησης, οι οποίοι έκαναν τις δικές τους δουλειές και διευκολύνσεις μέσω αυτών. Η υποχρεωτική στράτευση νέων για τους πολέμους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δυσχέραινε την κατάσταση.
Το βιοτικό επίπεδο ήταν χαμηλό, εκτός όσων ασχολούνταν με το εμπόριο ή είχαν από παλαιά περισσότερη γη από τους υπόλοιπους. Συνήθως από αυτούς προέκυπταν οι κοτζαμπάσηδες των περιοχών. Όσοι γνώριζαν τούρκικα ή διέθεταν μία λίγο ψηλότερη μόρφωση , είχαν ένα πλεονέκτημα στη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, ενώ ο “γκιαούρης” δε μπορούσε να προχωρήσει σε καμία βαθμίδα εξουσίας αν δεν αλλαξοπιστούσε πρώτα και πρακτικά ξεχνούσε την καταγωγή. Η μέριμνα για την μόρφωση και εκπαίδευση των νέων ήταν μικρή έως ανύπαρκτη, ενώ υπήρχε αντίδραση στους πληθυσμούς που δεν ήταν τουρκικοί να υιοθετήσουν την τουρκική εκπαίδευση.
Οι δε υποδομές των χωρών των ραγιάδων και γκιαούρηδων, όπως δρόμοι, γέφυρες, υδραγωγεία, ήταν ότι είχε συντηρηθεί μερικώς από όσες υποδομές είχαν κτισθεί επί.. Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή την Ενετοκρατία ( στον κυρίως ελλαδικό χώρο). Η δε Εκκλησία, ήταν δεσμευμένη από τα δεσμά της τουρκικής κυριαρχίας και όσοι ιερείς, όλων των βαθμίδων, “σήκωναν μπαϊράκι”, εκτελούνταν ή εξοντώνονταν. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Πατροκοσμά, ο οποίος έκανε αυτό που οι Τούρκοι μισούσαν περισσότερο: αναπτέρωση του εθνικού και θρησκευτικού φρονήματος των υποδουλωμένων.
Ακριβώς λοιπόν πριν από 200 χρόνια αυτή ήταν η κατάσταση για τους “ραγιάδες”, με της σκλαβιάς το μαύρο σκοτάδι να είναι απλωμένο με πολύ βαριά υφή πάνω στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Εκείνοι που μιλούν σήμερα με ευκολία για όσα αναφέρθηκαν στην πρώτη παράγραφο και φαίνονται σήμερα αυτονόητα, δεν υπήρχαν τότε για όσους δεν ανήκαν στην οθωμανική ενότητα ή έστω δεν είχαν ασπαστεί το Ισλάμ.
Από την Άλωση της Πόλης το 1453 μέχρι το 1821, διψήφιος αριθμός επαναστάσεων κατά της οθωμανικής κατοχής έχουν καταγραφεί, όλες με κατάληξη αρνητική για τους εκάστοτε επαναστάτες παρά τις προσπάθειες και τα ποτάμια αίματος που χύνονταν. Κάθε φορά έλειπε το κάτι παραπάνω για να επιτύχει η προσπάθεια και κάθε αποτυχία επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τον υπό μακρά κατοχή πληθυσμό τόσο λόγω της τουρκικής αντίδρασης που ερχόταν κάθε φορά ως αντίποινα, όσο και της συναισθηματικής κατάπτωσης του πληθυσμού ότι δεν υπάρχει φως στο τούνελ.
Τα τούνελ όμως που δεν οδηγούν πουθενά ανατινάζονται και τον Μάρτιο του 1821 υπήρξαν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να πραγματοποιηθεί μία ακόμα προσπάθεια απελευθέρωσης του Γένους κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε πιο πάνω. Εκείνοι που, ενώ δε μπορούσαν να συστήσουν κανονικό οργανωμένο στρατό, δεν είχαν αρκετά όπλα, ούτε πυροβόλα, άλογα, εφόδια, κάποιο κάστρο να καταφύγουν, μεγάλα και ικανά πλοία για πόλεμο στη θάλασσα, πολέμησαν τον κατακτητή. Ποτάμια αίματος, νίκες και ήττες, καταστροφές, προδοσίες, προσκύνημα, πείνα και ξεριζωμοί σε μία χρονική περίοδο που σε πολλούς ανθρώπους της σημερινής εποχής θα έδιναν την εικόνα χάους και αναρχίας, αλλά τελικά οδήγησαν στη συγκρότηση κράτους με την καθοριστική και καταληκτική βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες όριζαν τα πράγματα και καθόρισαν τις όποιες συγκυρίες.
Την επόμενη φορά που θα βγείτε από το σπίτι σας και κοιτάξετε γύρω σας και η ματιά πάει όσο μακριά γίνεται, μεταφερθείτε νοητά 200 χρόνια πίσω και θα δείτε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα για όσους έλεγαν ότι ήταν Έλληνες ( Ρωμιοί) και Χριστιανοί. Το μέγεθος του αγώνα που έγινε, ώστε να κυματίζει σήμερα η γαλανόλευκη με τον Σταυρό, είναι απερίγραπτο.
Η Ελευθερία δε χαρίζεται, κατακτάται και διατηρείται με αγώνες και στυγνή ισχύ όχι μόνο υλική αλλά και πνευματική. Χρειάζονται άνθρωποι με πατριωτισμό, ιδανικά και θέληση να διατηρήσουν και να αυξήσουν αυτά που βρήκαν ήδη από τους προηγούμενους . Όταν γίνεται λόγος για την Εθνική Άμυνα, για την Παιδεία και την Οικονομία, βαθιά πίσω βρίσκεται η αρχή της επένδυσης στη διατήρηση αυτών των δομών που επιτρέπουν στην κοινωνία αυτής της χώρας να λειτουργεί αυτόνομα, να έχει κανόνες, να προστατεύει και να διατηρεί την ύπαρξη των Ελλήνων.
Οι άνθρωποι που υπερέβαλλαν εαυτούς για να πετύχουν τα παραπάνω, 200 χρόνια πίσω, παρά τις όποιες αδυναμίες τους, κατάφεραν κάτι πολύ δύσκολο και ο λαός τους τίμησε με τα τραγούδια του.
φωτο eurokinissi