Μετά από σχεδόν 30 ώρες πτήσης, από την Αθήνα και μέσω Σιγκαπούρης και Σίδνεϊ, ο Νίκος Κώστογλου, προσγειώθηκε στη Μελβούρνη.
Το ημερολόγιο έγραφε 9 Σεπτεμβρίου του 1973 και η μεγάλη περιπέτεια της ζωής του, η οποία ξεκίνησε από το νησί της Λήμνου, όπου μεγάλωσε, κατέγραφε μία πρώτη… αναποδιά.
Δεν τον περίμενε κανείς στο αεροδρόμιο. Ο πράκτορας είχε πει στον αδερφό του Χρυστόστομο και την αδερφή του Έφη, που ήταν ήδη κάποια χρόνια στη Μελβούρνη πως η πτήση του Νίκου, θα είχε καθυστέρηση.
Τελικά μία ομογενής τον βοήθησε και μέσω τηλεφώνου ειδοποίησε τα αδέρφια του για την άφιξή του.
Ο κ. Κώστογλου, αναφέρει πως ναι μεν είχε μέλη της οικογένειάς του στήριγμα, αλλά υπήρχε «μία στεναχώρια», πρώτη φορά μακριά από τους γονείς του, η οποία ογκωνόταν, όσο πλησιάζαν οι γιορτές.
«Ήταν δύσκολα τα πάντα στην αρχή. Υπήρχε πολύς Ελληνισμός…πηγαίναμε στο Zorbas για μπιλιάρδο, αλλά δεν ήταν το ίδιο με τον τόπο μας…».
Η επικοινωνία με τους δικούς του στο νησί, τον πατέρα του Απόστολο και τη μητέρα του Βασιλική, δύσκολη. Παρηγοριά για τα Χριστούγεννα, ήταν το ότι μαζεύτηκαν στης αδερφής του Έφης, για το εορταστικό τραπέζι.
Εντύπωση βέβαια του έκανε ο καιρός. Η Λήμνος βρίσκεται στο βορειοανατολικό Αιγαίο και αυτή την εποχή το κρύο είναι συχνά τσουχτερό.
Στη μνήμη του έχουν μείνει και τα στολισμένα κτίρια της Μελβούρνης. «Στις αρχές του ’70 στο νησί είχαμε ελάχιστα πράγματα. Ήταν δύσκολα χρόνια. Η αδερφή μου η Έφη, είχε στολίσει ένα μικρό εδώ στη Μελβούρνη με μερικά δώρα από κάτω. Μικρά, για το καλό, όχι όπως τώρα…Στη Λήμνο καταλαβαίναμε ότι είναι Χριστούγεννα καθώς πηγαίναμε να κοινωνήσουμε το πρωί, δεν είχαμε στολισμούς και δέντρα χριστουγεννιάτικα», λέει ο κ. Κώστογλου.
Όσο για τα δώρα, «μόνο στον ύπνο μας. Πηγαίναμε και βάζαμε νέες σόλες στα παπούτσια για να βγάλουμε τη χρονιά. Πολλές οι δυσκολίες, μετρημένα τα πάντα».
Θυμάται ακόμη τα κάλαντα που έλεγε με τους φίλους του. «Για δεκάρες που είχαμε τότε στην εποχή που ήμουν παιδί….Βάζαμε τα λεφτά και πηγαίναμε να πάρουμε ένα γλυκό μετά. Από ένα ο καθένας και όταν δεν είχαμε αρκετά χρήματα το μοιραζόμασταν κιόλας».
Μετά από χρόνια σκληρής εργασίας στη Μελβούρνη, ως production manager σε μεγάλο τυπογραφείο, απέκτησε την οικονομική ευχέρεια να παρέχει στα δύο παιδιά και τα δύο εγγόνια του, αυτά που στερήθηκε ο ίδιος.
«Πότε δε σκέφτηκα ότι έκανα λάθος που ήρθα. Αφήσαμε συγγενείς και φίλους, αλλά ήρθαμε εδώ για ένα καλύτερο μέλλον. Ένα… ‘κενό’ πάντα θα υπάρχει και είναι πιο έντονο κατά τις γιορτές. Η πατρίδα, ο τόπος που γεννήθηκα, οι συγγενείς και οι φίλοι».
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα της Ομογένειας «Νέος Κόσμος»