Την προσεχή Τρίτη συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από εκείνη την ημέρα, κατά την οποία εκτυλίχθηκε η τελευταία πράξη του δράματος «της Μάχης της Αθήνας», της τελευταίας αερομαχίας δηλαδή πάνω από τον αττικό ουρανό, μόλις μια εβδομάδα πριν η σβάστικα υψωθεί στην Ακρόπολη.
Εκείνη την ημέρα τα τελευταία δεκαπέντε εναπομείναντα καταδιωκτικά Χαρικέιν της RAF, από την αρχική δύναμη που είχε δοθεί στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1941, αντιμετώπισαν σε μια από τις σφοδρότερες αερομαχίες στους ελληνικούς ουρανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πάνω από εκατό, μέχρι και διακόσια καταδιωκτικά και ελαφρά βομβαρδιστικά της Λουφτβάφε. Για τους κατοίκους της Αθήνας και του Πειραιά εκείνη την ημέρα εκτυλίχθηκε πάνω από τα κεφάλια τους ένας αγώνας ζωής ή θανάτου με τους κινητήρες των αεροσκαφών ν’ αγκομαχούν ψηλά στον ουρανό και τα γερμανικά καταδιωκτικά με τις σβάστικες και τα κίτρινα ρύγχη να εφορμούν με λύσσα στα βρετανικά Χαρικέιν, που υπερασπίζονταν μια πόλη για την οποία οι νεαροί πιλότοι της RAF, είχαν ακούσει με θαυμασμό στα μαθητικά τους χρόνια.
«Πετούσαμε γύρω στα εννέα χιλιάδες πόδια. […] Ξαφνικά όλος ο ουρανός γύρω μας φάνηκε να τινάζεται στον αέρα από τα γερμανικά καταδιωκτικά. Ήρθαν καταπάνω μας από πολύ ψηλά. […] Σπάσαμε τον σχηματισμό και τώρα ο καθένας ήταν υπεύθυνος για τον εαυτό του. Αυτό που έγινε γνωστό ως η Μάχη της Αθήνας είχε αρχίσει», έγραφε μεταπολεμικά ένας άγνωστος τότε νεαρός αλλά και πολύ άπειρος πιλότος της Βασιλικής Αεροπορίας με μόνον επτά ώρες εμπειρίας στα Χαρικέιν, ο Ρόαλντ Νταλ, ο μετέπειτα συγγραφέας παιδικών διηγημάτων, και του μυθιστορήματος που έγινε και ταινία «Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας».
Ο ίδιος, με το βιβλίο του «Σόλο πορεία», έκανε γνωστή στον αγγλοσαξονικό κόσμο την άγνωστη στους περισσότερους «Μάχη της Αθήνας», αλλά και την βρετανική αεροπορική παρουσία στη χώρα μας εκείνες τις δραματικές ώρες του πολέμου, όταν οι Έλληνες πιλότοι είχαν αποδεκατισθεί και μόλις πέντε βρετανικά αεροπλάνα δίωξης είχαν κατορθώσει να φτάσουν αλώβητα στην Κρήτη τον Μάιο του 1941.
Ανάμεσα στους δεκαπέντε Βρετανούς αεροπόρους, που υπερασπίστηκαν την Αθήνα ήταν και ο Νοτιαφρικανός άσος επισμηναγός Πατ Πατλ, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους πιλότους δίωξης της RAF κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον αριθμό-ρεκόρ των πενήντα και πλέον καταρριφθέντων ιταλικών και γερμανικών αεροσκαφών.
Ο Πατλ, το άστρο του οποίου ως διώκτη πιλότου ανέτειλε στην Αίγυπτο, όταν η βρετανική αεροπορία υπερασπιζόταν τη διώρυγα του Σουέζ στις αρχές του πολέμου, έφτασε στο απώγειό του στην Ελλάδα όταν αποσπάστηκε τον Νοέμβριο του 1940, με την 80η Μοίρα Δίωξης εφοδιασμένης με αεροσκάφη Γκλαντιέιτορ, και με τραγικό τρόπο έδυσε στην Μάχη της Αθήνας, όταν έπεσε μαχόμενος μέσα στο φλεγόμενο Χαρικέιν του, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Ψυτάλλειας, προς τον κόλπο της Ελευσίνας, πριν καταρρίψει τις τελευταίες σαράντα οκτώ ώρες της ζωής του, αλλά πέντε γερμανικά αεροσκάφη.
Παρόλο που τα επίσημα αρχεία της μονάδας που διοικούσε καταστράφηκαν λίγο πριν την φυγή των Βρετανών από την ηπειρωτική Ελλάδα για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών, εντούτοις μέσα από τα προσωπικά ημερολόγια και διηγήσεις συμπολεμιστών του είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις περισσότερες από τις επιβεβαιωμένες καταρρίψεις του, που τον κατατάσσουν ως έναν από τους καλύτερους άσους της RAF. Το τι συνέβη τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, και πως αυτός ο έμπειρος διώκτης με την εξαιρετική όραση αιφνιδιάστηκε χωρίς να μπορεί να ελέγχει τα νώτα του δεν θα το μάθουμε ποτέ. Σίγουρα η υπερένταση των πεντέμισι μηνών που πολέμησε στους ελληνικούς ουρανούς αδιάκοπα από το μέτωπο της Αλβανίας έως την Αθήνα και τον Πειραιά να συνετέλεσε στο χαμό του. Άλλωστε σύμφωνα με μαρτυρίες την τελευταία ημέρα της ζωής του ανέβηκε στο αεροπλάνο του έχοντας μόλις σηκωθεί μετά βίας λόγω γρίπης από το ράντζο εκστρατείας στην Ελευσίνα με ρίγη και ψηλό πυρετό.
«Ογδόντα χρόνια μετά, τα περισσότερα γεγονότα του Β’ΠΠ έχουν προσεκτικά τεκμηριωθεί, όχι όμως αυτή η περίοδος. Ίσως η 33η Μοίρα υπό εκείνες τις συνθήκες να είχε παύσει να λειτουργεί ως συντεταγμένη μονάδα εάν δεν υπήρχε το παράδειγμα και η ηγεσία του Πατλ», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Έντουαρντ Μακ Μάνους, ερευνητής της αεροπορικής ιστορίας της περιόδου, και υπεύθυνος του Μνημείου της Μάχης της Αγγλίας στο Λονδίνο.
«Πιθανόν η καταπόνηση να οδήγησε στην εξάντλησή του και ως επακόλουθο τον θάνατό του πάνω από την Αθήνα.
Παρόλο τον ανταγωνισμό μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορώ να σας πω ότι υπάρχει ένα πολύ δυνατό συναίσθημα αλληλεγγύης με την Ελλάδα και μια αίσθηση ότι κάπου σας απογοητεύσαμε στην υποχώρησή μας από την (ηπειρωτική) Ελλάδα και την Κρήτη. Όμως η σταθερή αντίσταση του Πατλ και της Μοίρας του δείχνει ότι αυτό δεν συνέβαινε πάντα», συμπληρώνει ο κ. Έντουαρντ Μακ Μάνους.
Για άλλους Βρετανούς ιστορικούς οι πιλότοι αυτών των 15 αεροσκαφών αξίζουν να καταταχθούν ισάξια με τους ηρωικούς πιλότους της Μάχης της Αγγλίας, αφού κατέστρεψαν 22 εχθρικά αεροσκάφη από μια αεροπορική δύναμη άκρως πολυπληθέστερη, και πιθανότατα άλλα οκτώ, με τίμημα τρεις νεκρούς, μεταξύ των οποίων και ο διοικητής τους Πατ Πατλ. Την επομένη της αερομαχίας οι Ελληνικές δυνάμεις στον αμυντικό τομέα της Λάρισας, παραδόθηκαν στον στρατάρχη Λίστ, ενώ το αεροδρόμιο των Ιωαννίνων είχε καταληφθεί από τα μηχανοκίνητα Ες-Ες. Ένας αγώνας δρόμου για την αποχώρηση άρον-άρον των ελληνοβρετανικών δυνάμεων από την ηπειρωτική Ελλάδα ήταν σε εξέλιξη…
Ένα μνημείο για τους λησμονημένους
Τον Οκτώβριο του 1990 ένα μνημείο αναγέρθηκε στην αεροπορική βάση της Ελευσίνας από την Πολεμική Αεροπορία, έπειτα από πρόταση του Συνδέσμου Παλαιμάχων Αεροπόρων και του συλλόγου της RAF Αθηνών, για να υπενθυμίζει τη θυσία του επισμηναγού Πατ Πατλ και των υπολοίπων 51 Ελλήνων και 79 Βρετανών αεροπόρων, που έπεσαν μαχόμενοι υπερασπίζοντας τους ελληνικούς ουρανούς από το μέτωπο της Αλβανίας τον Οκτώβριο του 1940, έως και την κατάληψη της Κρήτης τον Μάιο του 1941.
«Η Ελευσίνα επιλέγει συμβολικά διότι στις 20 Απριλίου του 1941 στον ουρανό της διαδραματίστηκε η τελική πράξη της Μάχης της Αθήνας, με βασικό πρωταγωνιστή την RAF και τον μεγαλύτερο μέχρι τότε Βρετανό άσο του πολέμου, τον εικοσιεπτάχρονο Νοτιαφρικανό μοίραρχο Πατ Πατλ», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αρχιτέκτονας Αθανάσιος Κων. Χατζηλάκος, που είχε την αρχιτεκτονική σύλληψη, σχεδίαση και επίβλεψη του Μνημείου.
«Αποφεύγοντας τα καθιερωμένα, “ακαδημαϊκά” πρότυπα των μνημείων, όπου κυριαρχούν συνήθως γλυπτικές συνθέσεις εδώ έχουμε να κάνουμε με μία καθαρά αρχιτεκτονική σύνθεση όπου η αρχιτεκτονική ιδέα της κατασκευής αποτελεί και την “ψυχή” του μνημείου. Και η “ψυχή” στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι το υλικό στοιχείο αλλά το άυλο, το κενό, ο ουρανός. Τα δομικά στοιχεία απλώς πλαισιώνουν το κενό για να του δώσουν φόρμα και να το κάνουν συνθετικά αναγνωρίσιμο», προσθέτει ο κ. Χατζηλάκος.
Τα λείψανα του επισμηναγού Πατλ δεν βρέθηκαν ποτέ, μια και το αεροπλάνο του κομματιάστηκε στον αέρα από τα εύστοχα πυρά δυο γερμανικών δικινητήριων καταδιωκτικών, καθώς ο ίδιος προσπαθούσε να βοηθήσει ένα συνάδελφό του, που κινδύνευε να καταρριφθεί.
Ένας θρύλος θέλει να βρίσκεται ακόμα εκεί, στον βυθό, δεμένος στο κάθισμα του αεροπλάνου του, εκπληρώνοντας τα λόγια του Θουκυδίδη, «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος».
Όσον αφορά τον νεαρό Ρόαλντ Νταλ, υπήρξε αρκετά τυχερός παρά την απειρία του, και είδε πολλά αεροσκάφη να πέφτουν φλεγόμενα προτού ο ίδιος χτυπήσει ένα «Ju-88», που τον γάζωσε με τα πολυβόλα του. Κατάφερε να επιστρέψει στην Ελευσίνα με το Χάρικέιν του κυριολεκτικά διαλυμένο.