Αν ψάξει κανείς την ετυμολογία των λέξεων των λατινογενών γλωσσών, θα βρει πολλή Ελλάδα εντός τους.
Περισσότερη ίσως απ’ όση θα ήθελαν ή θα ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν πολλοί.
Σύμφωνα μάλιστα με την παραδεδομένη αντίληψη των λατινικών λεξικών που τυπώνονται στην Οξφόρδη, το 21,5% της λατινικής γλώσσας προέρχεται ευθέως από τα αρχαία ελληνικά (10.500 ελληνικές λέξεις).
Κι ενώ όλοι γνωρίζουμε τα γενναία δάνεια της ελληνικής σε μια μακρά σειρά από γλώσσες της οικουμένης, οι λέξεις που δώσαμε δεν αφορούν αποκλειστικά στην επιστήμη και τη φιλοσοφία ή το θέατρο και τις καλές τέχνες. Εκεί δηλαδή όπου όλοι σχεδόν οι όροι προέρχονται από τους έλληνες εμπνευστές τους.
Η ελληνική έχει δώσει πολλά στον κόσμο. Ακόμα και ονόματα χωρών έχουν προέλθει κατευθείαν από τη γλώσσα μας.
Εδώ θα μιλήσουμε μόνο για όσες χώρες συγκεντρώνουν τη συναίνεση των γλωσσολόγων περί ελληνικής ετυμολογίας. Γιατί αλλιώς ο κατάλογος θα είναι μακρύς και ατέλειωτος.
Θεωρίες περί ελληνικότητας στην ονομασία κρατών θα βρει κανείς με το τσουβάλι.
Για τη Σκοτία, ας πούμε, διατυπώνεται από μερίδα ιστορικών και γλωσσολόγων η άποψη πως ο όρος «Scoti», από τον οποίο προέρχεται το όνομα της χώρας, έχει τις ρίζες του σε μια φυλή επιδρομέων που είχαν πάρει το όνομά τους από το ελληνικό «σκότος».
Όπως υπάρχει και η υπόθεση πως το όνομα της Γεωργίας προέρχεται από το λατινικό «Georgius», που με τη σειρά του είχε τις ρίζες του στο ελληνικό «γεωργός». «Georgi» αποκαλούσαν τους κατοίκους της τότε (Καυκασιακής) Ιβηρίας οι ρωμαίοι ιστορικοί.
Τέτοιες θεωρίες περί ελληνικότητας τοπωνυμίων είναι πραγματικά ανεξάντλητες στους κόλπους της επιστήμης, ας δούμε όμως αυτά που σπανίως αμφισβητούνται.
Αίγυπτος
Aegyptus τη λέγανε οι Λατίνοι, παίρνοντας τη λέξη από τους Έλληνες. Παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι του πανάρχαιου βασιλείου ονόμαζαν πολύ διαφορετικά τα εδάφη τους, επικράτησε τελικά η ελληνική ονομασία «Αίγυπτος», την οποία συναντάμε και στην αρχαιότερη γραφή των Μυκηναίων (Γραμμική Β’).
Οι Έλληνες ονόμασαν έτσι τη χώρα από μια λέξη της νεότερης αρχαίας αιγυπτιακής, τη «Hikuptah», η οποία είχε τις ρίζες της σε μια παραφθορά της ακόμα πιο αρχαίας «Hwt-ka-Ptah», που σήμαινε «οίκος της ψυχής του Πτα», όπως έγραφε η πινακίδα σε ναό του θεού Πτα στη Μέμφιδα.
Τα λατινικά λεξικά μας λένε πως ο όρος ήταν απλώς ένα από τα ονόματα της Μέμφιδας που οι Έλληνες μετέτρεψαν σε όνομα όλης της χώρας. «Μαύρη χώρα» (Kemet) ονόμαζαν οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι τις εκτάσεις του βασιλείου τους, πιθανότατα από το εύφορο χώμα στο δέλτα του Νείλου.
Το ελληνικό επίθετο «αιγύπτιος» μετατράπηκε στα κοπτικά σε «γύπτιος» (και «κύπτιος»), και από κει πέρασε στα αραβικά αργότερα. Egipte ήταν ο Αιγύπτιος στα παλιά αγγλικά και Egypte στα γαλλικά, όροι που προέκυψαν από την ελληνική λέξη…Αιθιοπία
Εδώ έχουμε μια χώρα το όνομα της οποίας έχει προκύψει ευθέως από τα ελληνικά. «Αιθίωψ» ήταν για τους αρχαίους Έλληνες ο άνθρωπος με το «καμένο πρόσωπο» (αίθω + ωψ), καθώς ηλιοκαμένοι θεωρούσαν πως ήταν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στη σημερινή χώρα στο Κέρας της Αφρικής, την τότε Νουβία.
Η Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τον όρο για να καταδείξει όσους ζούσαν σε αυτό το τμήμα της υποσαχάριας Αφρικής, εκεί στα τέλη του γνωστού κόσμου (Οικουμένη). Δεν αποκλείεται, μας λέει η γλωσσολογία, η ελληνική λέξη να προέρχεται από τον αιγυπτιακό όρο «athtiu-abu», που σήμαινε «κλέφτες καρδιών».
Από τους Έλληνες η λέξη πέρασε και στα αμχαρικά, τη σημιτική διάλεκτο των γηγενών της Αιθιοπίας. Όμηρος, Ησίοδος και Ηρόδοτος περιγράφουν ως «Αιθιοπία» τις εκτάσεις που ανοίγονταν στα νότια της Αιγύπτου…Ερυθραία
Erythræa είπαν οι Λατίνοι την Ερυθραία των Ελλήνων, την περιοχή στα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας (Mare Erythreum). Παλιότερα μάλιστα το επίσημο όνομά της ήταν Erythraia, ενώ πλέον είναι γνωστή ως Eritrea. Και σε αυτό ευθύνονται οι Ιταλοί, με την εκεί αποικία τους από το 1890, την Colonia Eritrea.
Η ονομασία πέρασε μετά στους Άγγλους και τους γηγενείς τελικά, η οποία την επαναβεβαίωσαν στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία τους το 1993 και το κατοπινό Σύνταγμα του 1997.
Όσο για το ελληνικό Ερυθρά Θάλασσα, οι πρόγονοί μας το χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν την ευρύτερη περιοχή, ως τον Ινδικό Ωκεανό…Ινδονησία
Ινδίες ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες μια τεράστια έκταση, από την κοίτη του Ινδού Ποταμού ως το σημερινό Πακιστάν, την Ινδία, ακόμα και τμήματα του δυτικού Θιβέτ. Άλλοτε πάλι σήμαινε το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας στα ανατολικά της Περσίας.
Παρά το γεγονός ότι ο όρος έχει εξασθενήσει σήμερα, στα ελληνικά ήταν γνωστός ήδη από τα χρόνια του Ηροδότου. Και με αυτόν στις βαλίτσες τους αναγνώριζαν οι ευρωπαίοι γεωγράφοι την Ινδία και τα νησιά της. Μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, ο όρος άλλαξε σε «Ανατολικές Ινδίες», καθώς οι δυτικές ήταν τώρα τα εδάφη που βρήκε ο Κολόμβος.
Τότε ακριβώς (16ος αιώνας) προέκυψε η ανάγκη για ένα τοπωνύμιο που να περιγράφει το νησιώτικο τμήμα των Ανατολικών Ινδιών, που συνέπεσε να περιέλθει σε ολλανδικά χέρια, απ’ όπου προέκυψε και το Ολλανδική Εταιρία Ανατολικών Ινδιών.
Από τον 18ο αιώνα αυτό το θαλάσσιο τμήμα των Ανατολικών Ινδιών άρχισε να αποκαλείται Ινδονησία, από τα «Ινδός» και «νήσος» των Ελλήνων, πριν καν την ανεξαρτησία του κράτους.
Οι Ολλανδοί αρνούνταν να χρησιμοποιήσουν τη λέξη, από τις αρχές του 20ού αιώνα όμως έτσι την αποκαλούσε ο υπόλοιπος πλανήτης. Τώρα να πούμε πως αντιστοίχως έχουν προκύψει η Πολυνησία (πολύς + νήσος), η Μικρονησία κ.λπ. ή περιττεύει;Μάλτα
Παρά το γεγονός ότι το όνομα «Μάλτα» δεν συγκεντρώνει την επιστημονική συναίνεση για την προέλευσή του και η σημερινή εκδοχή του προέρχεται πιθανότατα από την τοπική γλώσσα, οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν πως έχει ελληνική προέλευση.
Μελίτη την έλεγαν οι Έλληνες και είχαν καλό λόγο, μιας και το μέλι που έβγαινε εκεί ήταν ακαταμάχητο. Και το ήξεραν οι πρόγονοί μας καλά αυτό, καθώς η μέλισσα που ζει στο νησί δεν απαντάται πουθενά αλλού στη Μεσόγειο.
Melita την έλεγαν και οι Ρωμαίοι κατόπιν, κάνοντας λατινικό το ελληνικό «Μελίτη». Ή παίρνοντάς το έτοιμο από τη δωρική διάλεκτο, στην οποία το νησί ονομαζόταν Μελίτα.
Έτσι την ονόμαζαν μάλιστα και οι αγγλικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής του 16ου και 17ου αιώνα («Καὶ διασωθέντες τότε ἐπέγνωμεν ὅτι Μελίτη ἡ νῆσος καλεῖται»).
Άλλοι πάλι θεωρούν πως η λέξη είναι φοινικικής προέλευσης…Μονακό
Και το πριγκιπάτο των Μονεγάσκων έχει ελληνικές ρίζες και ευθεία μάλιστα σχέση με την αρχαία Ελλάδα. Αυτό το τμήμα της Κυανής Ακτής ήταν βλέπετε αποικία της ιωνικής Φώκαιας από τον 6ο αιώνα π.Χ., ο Μόνοικος, όπως ήταν γνωστός στους Έλληνες, καθώς είχε μόνον έναν οίκο, τον οίκο του Ηρακλή.
Το λιμάνι της αποικίας είχε συνδεθεί βλέπετε με τη λατρεία του Ηρακλή, καθώς οι Φωκαείς, που ζούσαν και στη γειτονική Μασσαλία, είχαν χτίσει προς τιμήν του έναν ναό, πράγμα αρκετά σπάνιο για ημίθεο.
Ο Ηρακλής Μόνοικος (ή και Μονόοικος σε κάποιες γραφές) των αρχαίων Ελλήνων έχει επιβιώσει ακόμα στο πριγκιπάτο, καθώς έτσι ακριβώς ονομάζεται το μεγαλύτερο λιμάνι του (Port Hercules).
Το ελληνικό Μόνοικος πέρασε στις φυλές της Λιγουρίας και τους Γενοβέζους αργότερα ως Monoikos, όταν η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είπε να το κάνει δώρο στην παντοδύναμη πόλη. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι ντόπιοι Λιγούριοι θεωρούσαν πως από κει είχε περάσει ο Ηρακλής, όπως μας βεβαιώνει ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Στράβωνας…Ευρώπη
Η Ευρώπη είναι ήπειρος, είναι όμως ταυτοχρόνως και ο ομόσπονδος συνασπισμός των κρατών που ονόμασαν Ευρωπαϊκή Ένωση. Άλλο ένα τοπωνύμιο που συνδέεται με την ελληνική μυθολογία. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Δίας ερωτεύτηκε την Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης, Αγήνορα.
Μεταμορφώθηκε λοιπόν σε λευκό ταύρο, τη σαγήνευσε ώστε να καθίσει στην πλάτη του και την απήγαγε, μεταφέροντάς τη στις τέσσερις γωνιές της Γηραιάς Ηπείρου. Στο τέλος κατέληξαν στην Κρήτη, όπου έγινε ο γάμος τους και τρία παιδιά τελικά.
Όσο για την ετυμολογία της λέξης, προέρχεται πιθανότατα από τις λέξεις «ευρύς» και «ώψ», ανοιχτομάτης δηλαδή, αυτός που έχει μεγάλα μάτια. Σύμφωνα με μια δεύτερη ερμηνεία, παράγεται από τα αρχαία «ευρώς» (μούχλα, υγρασία) και «ὤψ» (όψη), αλλάζοντας τη σημασία σε «νοτισμένος, υγρός, αυτός που βρίσκεται σε σκιερό μέρος».
Μια τρίτη υπόθεση ανάγει τη λέξη στο επίθετο «ευρωπός» (ευρύς), γνωστό τοπωνύμιο του αρχαιοελληνικού κόσμου. Από τον Ευρωπό της Μακεδονίας προερχόταν εξάλλου ο ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών, Σέλευκος Α’ Νικάτωρ, στρατηγός και ένας από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο οποίος θυμόταν πάντα την ιδιαίτερη πατρίδα του και ίδρυσε μια Ευρωπό στη Συρία, μία στην Περσία και μία στη Μεσοποταμία. Έχει υποστηριχτεί πάντως πως η λέξη μπορεί να έχει ακόμα και προελληνική, ινδοευρωπαϊκή, προέλευση.
(Newsbeast – φωτο:pexels)