Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών αναφέρεται σε έντονο διάλογο που είχε ο Κώστας Σημίτης με τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ ναύαρχο Χρήστο Λυμπέρη όταν έγινε γνωστό ότι Τούρκοι κομάντο είχαν αποβιβαστεί στη μια από τις δύο βραχονησίδες, ενώ εξηγεί αναλυτικά και το πώς πάρθηκε η απόφαση να απομακρυνθούν οι σημαίες Ελλάδας και Τουρκίας.
«Περί τα μεσάνυχτα με ζήτησε στο τηλέφωνο ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ. Είχα διαβάσει και ακούσει για αυτόν, δεν ήξερα όμως τίποτα περισσότερο. Μου έκανε εντύπωση η ευγένεια και η προσοχή με την οποία μου μιλούσε», αναφέρει ο Έλληνας πρώην υπουργός Εξωτερικών για τη νύκτα της Τρίτης 30 Ιανουαρίου προς Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 1996 και για τη συνομιλία του με τον τότε αναπληρωτής υπουργός Ευρωπαϊκών και Καναδικών Υποθέσεων των ΗΠΑ.
«Του είπα ότι είμαι πρόθυμος να συζητήσω άτυπα ώρες ολόκληρες τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή, με δεδομένη την κίνηση των στόλων και των αεροπορικών δυνάμεων και των δύο χωρών, αυτό που πρωτεύει είναι η εκτόνωση της κατάστασης και η βαθμιαία απαγκίστρωση από την περιοχή. Μου απάντησε ότι θέλει χρόνο για να έρθει σε επαφή με τους Τούρκους και πραγματικά πέρασε σχεδόν μιάμιση ώρα χωρίς να έχω νεότερά του.
Τότε, περί τις 02:30 το πρωί, μου τηλεφώνησε ο υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου από την πρεσβεία μας στην Άγκυρα, ο κύριος Σταθουλόπουλος, και μου είπε ότι σε συνέντευξη Τύπου η Τανσού Τσιλέρ είχε ανακοινώσει ότι Τούρκοι κομάντος είχαν αποβιβαστεί και καταλάβει τη μία από τις δύο νησίδες και ότι είχαν ρητή διαταγή να μην πυροβολήσουν πρώτοι, ακόμα και αν οι Έλληνες προσπαθούσαν να αποβιβαστούν στην ίδια νησίδα.
Τα τηλεφωνήματα αυτά γίνονταν είτε από το χολ του Πολιτικού Γραφείου είτε από ένα απομονωμένο τηλέφωνο που βρισκόταν σε μια γωνία. Όταν επέστρεψα στη σύσκεψη και μετέφερα την είδηση, επικράτησε, όπως ήταν φυσικό, πανικός».
Και συνέχισε αναφερόμενος στον «κατώτερο των περιστάσεων» τότε Αρχηγό του ΓΕΕΘΑ:
«Ο πρωθυπουργός γύρισε προς τον αρχηγό Γενικού Επιτελείου ναύαρχο Λυμπέρη και χρησιμοποιώντας κατά τρόπο χαρακτηριστικό ένα βαρύτατο επίθετο του είπε: «[…] Καλά, δε σου είπα να φρουρηθούν οι δύο νησίδες;».
Αποσβολωμένος και κατακόκκινος, ο Λυμπέρης ψέλλισε:
«Δεν μου είπατε και οι δύο, κύριε πρωθυπουργέ. Στη μία υπάρχει φρουρά βατραχανθρώπων. Για την άλλη δεν είχαμε δυνάμεις». Ήταν σαφές ότι έτσι είχε δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση, δεν υπήρχε πια μία σημαία στα Ίμια αλλά δύο, συγκυριαρχία δηλαδή, αφού η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας επί ενός εδάφους άλλης χώρας είναι ένδειξη κυριαρχίας.
Ο Λυμπέρης ήταν προφανώς κατώτερος των περιστάσεων. Είχε αναλύσει και είχε χειριστεί το γεγονός με την οπτική γωνία του πρώην αρχηγού ΓΕΝ. Για αυτόν ήταν ένα ναυτικό επεισόδιο και όφειλε να το αντιμετωπίσει μόνο του το Ναυτικό. Αυτή η γραφειοκρατική και συντεχνιακή προσέγγιση τον οδήγησε στην εξωφρενική απόφαση να στείλει στην Ανατολική Ίμια μια ντουζίνα βατραχανθρώπους και να αφήσει τη Δυτική ακάλυπτη».
«Συνηγόρησα υπέρ της αφαίρεσης της σημαίας»
Ο πρώην υπουργός προσθέτει πως «εκείνη τη στιγμή ο Χόλμπρουκ δεν μου ανέφερε ξανά το θέμα των σημαιών. Και εγώ δεν θεώρησα σκόπιμο να το θέσω. Οι πατριδοκάπηλοι πάσης φύσεως και διάφοροι άκαπνοι “ελληναράδες” έχουν θεωρήσει μεγίστη προδοσία την αφαίρεση της σημαίας του δημάρχου Καλύμνου από τη νησίδα Ίμια και τη μεταφορά της “εν τιμή” από το αποχωρούν απόσπασμα. Η απόφαση ελήφθη αποκλειστικά από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση στο Πολιτικό Γραφείο».
Είναι αλήθεια ότι εγώ συνηγόρησα υπέρ της αφαίρεσης της σημαίας και είπα ότι σημαία-σύμβολο δεν είναι οποιοδήποτε πανί με τα εθνικά χρώματα βάζει ο καθένας κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες όπου και όποτε του καπνίσει. Σημαία-σύμβολο, και μάλιστα κάτω από τέτοιες περιστάσεις, είναι σημαία επίσημη, με σταθερή βάση, γερά προσδεμένη, φρουρούμενη και επιτηρούμενη».