Δεύτερος χρόνος πια μακριά από την Ελλάδα.
Δεύτερος χρόνος μακριά από τον λαμπερό ήλιο της πατρίδας, την καταγάλανη θάλασσα, και το αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι.
Δύο χρόνια μακριά από τους δικούς μας ανθρώπους και οι περισσότεροι από εμάς ονειρευόμαστε την ημέρα που θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε. Να πάρουμε σφικτά στην αγκαλιά μας την μάνα μας, τον πατέρα μας, τα αδέλφια μας, τα ανίψια μας, τα παιδιά μας.
Δύο χρόνια μακριά και αδημονούμε να επιστρέψουμε στο ζεστό φιλόξενο πατρικό μας, στο χωριό μας, στην πόλη μας, στο νησί μας, και να μυρίσουμε τον αέρα της πατρίδας, να νιώσουμε και πάλι την ζεστασιά του τόπου μας.
«Για μένα Ελλάδα δεν είναι καν οι διακοπές, οι παραλίες, ο ήλιος και το φαγητό ή το ελληνικό καλοκαίρι. Για μένα η Ελλάδα είναι οι γονείς μου, τα πολυαγαπημένα μου αδέλφια, οι φίλοι μου, οι δικοί μου άνθρωποι που μεγαλώνουν χωρίς εγώ να βρίσκομαι κοντά τους» λέει η κ. Ελένη Εξαδακτύλου, η οποία πριν από λίγα χρόνια πήρε την μεγάλη απόφαση να μεταναστεύσει στην Αυστραλία με τον σύζυγο και τα δύο της παιδιά.
Η νεαρή μητέρα ομολογεί ότι την πονάει που δεν μπορεί να αγκαλιάσει τόσο καιρό τους δικούς της. Την πληγώνει που δεν μπορεί να μοιραστεί μαζί τους τις χαρές και τις λύπες τους και λέει ότι η αποδοχή της πικρής αλήθειας εξακολουθεί να είναι επώδυνη και χρονοβόρα όμως η αδυναμία στο ολιγοήμερο αυτό ταξίδι και στην επανασύνδεση έστω για λίγες ημέρες την ξεπερνάει.
«Σαν κακό όνειρο μου φαίνεται, εφιάλτης που για τρίτο καλοκαίρι δεν μπορώ να τους δω, να τους αγκαλιάσω, να τους φιλήσω.
Γροθιά στο στομάχι η απογοήτευση στα μάτια του πατέρα μου, μετά το άκουσμα ότι παρατείνεται η απαγόρευση των ταξιδιών προς την Ελλάδα», λέει η Ελένη η οποία την ίδια στιγμή εξηγεί πως αναγνωρίζει το γεγονός πως η Αυστραλία φροντίζει όλον αυτό τον καιρό με το καλύτερο τρόπο για την υγεία των πολιτών της και για να μην ξεφύγει η πανδημία όπως έχει γίνει σε άλλες χώρες ενώ λέει επίσης πως είναι βαθιά ευγνώμων για το γεγονός πως όσοι βρίσκονται ειδικά στην Νότια Αυστραλία έχουν το «προνόμιο» να ζουν τη ζωή τους χωρίς καθημερινούς περιορισμούς.
Ο 37χρονος Παναγιώτης Ασημακούλας και η 29χρονη σύζυγός του Αρετή Κουφοπούλου επισκέφθηκαν την Ελλάδα για τελευταία φορά το 2018 χωρίς να έχουν την παραμικρή υποψία ότι για τα επόμενα τρία χρόνια δεν θα είχαν την δυνατότητα να επιστρέψουν στην πατρίδα.
«Το πιο δύσκολο με τον κορονοϊό είναι πως δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω και να δούμε τους ανθρώπους που ζήσαμε μαζί μια ολόκληρη ζωή.
Οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, αυτοί που αγαπάμε κάνουν παιδιά, δημιουργούν οικογένειες και εμείς εδώ μόνοι δεν μπορούμε να χαρούμε μαζί τους ή και τους συμπαρασταθούμε στις δύσκολες στιγμές που περνούν εκεί λόγω της πολύμηνης καραντίνας», λέει η Αρετή η οποία έλκει την καταγωγή της από την Πελοπόννησο και μετανάστευσε στην Αυστραλία πριν οκτώ χρόνια.
«Επιπλέον είναι ακόμα πιο δύσκολο για τους μεγαλύτερους σε ηλικία συγγενείς μας τους οποίους καθώς περνούν τα χρόνια δεν ξέρουμε αν θα καταφέρουμε να ξαναδούμε. Εκτός από τους ανθρώπους μας, μας λείπει πολύ η πόλη μας και το χωριό μας που περάσαμε υπέροχες στιγμές και τις νοσταλγούμε.
Γνωρίζουμε πως σίγουρα παλαιότερα οι Έλληνες ταξίδευαν πιο σπάνια στην Ελλάδα αλλά είναι εξίσου δύσκολο να ξέρεις ότι έχεις την δυνατότητα να πας πιο συχνά στην πατρίδα σου να δεις τους δικούς σου και να μην μπορείς λόγω άλλων παραγόντων. Η καλύτερη ζωή που επιλέξαμε να ζούμε στην Αυστραλία είναι το τίμημα και το ξεπληρώνουμε με χαμένες στιγμές από φίλους και συγγενείς» υποστηρίζει ο Παναγιώτης ο οποίος έλκει την καταγωγή του από την Ευρυτανία και μετανάστευσε στην Αυστραλία το 2016.
Η ομογενής Μαριάνθη Κοσμαρίκου μετανάστευσε από την Κέρκυρα στην Νότια Αυστραλία πριν από εννέα χρόνια.
Η 54χρονη εκπαιδευτικός υποστηρίζει ότι σε σύγκριση με τα όσα ζουν εδώ και 15 μήνες οι αγαπημένοι μας στην πατρίδα, η Αυστραλία φαντάζει Παράδεισος.
«Ειδικά η Νότια Αυστραλία, ίσως είναι ένα από τα πιο ασφαλή μέρη στον πλανήτη αυτή τη στιγμή. Ακόμη και η μητέρα μου, που ζει στην Ελλάδα, παρόλο που της λείπουμε πολύ, προτιμάει να μας έχει μακριά της και να ξέρει ότι είμαστε ασφαλείς, παρά να επιστρέψουμε στην παράνοια που επικρατεί εκεί» λέει η Μαριάνθη, μητέρα δυο κοριτσιών η οποία κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχασε δυο πολυαγαπημένες της φίλες στην Ελλάδα με τραγικό τρόπο και επειδή πλέον η έξοδος από την χώρα επιτρέπεται μόνο σε πολύ ειδικές περιπτώσεις (και ακόμα και τότε είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσει κανείς να πάρει άδεια ταξιδιού) δεν κατάφερε να τις αποχαιρετήσει.
«Νομίζω ότι αυτό που μας στοιχίζει περισσότερο κατά τη διάρκεια αυτής της πανδημίας είναι ότι έχουμε αφήσει πίσω μας γονείς, αδέρφια και φίλους χωρίς να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε και αν θα τους ξαναδούμε.
«Και η αβεβαιότητα αυτή είναι που μας πονάει ακόμα πιο πολύ» καταλήγει η ομογενής.
ΠΗΓΗ: Νέος Κόσμος, εφημερίδα Ομογένειας – ΘΕΟΔΩΡΑ ΜΑΪΟΥ