Πρωτόγνωρες διαστάσεις παίρνει η σύγκρουση κορυφής μεταξύ δύο πρώην πρωθυπουργών σε σχέση με την ενδεδειγμένη γραμμή που πρέπει να ακολουθηθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την ώρα που στην Τουρκία οι εξελίξεις είναι ραγδαίες.
Κατά πολλούς η κίνηση Σημίτη δεν είναι τυχαία. Άλλωστε η πολιτική του πρώην πρωθυπουργού και όσων συνδέονται με αυτόν, επηρεάζοντας ακόμα και σήμερα πράγματα και καταστάσεις, επιδιώκει παραχωρήσεις στην Τουρκία, αφήνοντας να εννοηθεί πως υπάρχουν και άλλες διαφορές με την γείτονα πέραν της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Δεν αποκλείεται με αφορμή αυτή την συζήτηση να μετρούν δυνάμεις οι δύο πολιτικές κατευθύνσεις της χώρας στα εθνικά θέματα:
- Η παραδοσιακή, την οποία εκφράζει ο Κ. Καραμανλής: Με την Τουρκία συζητάμε μόνο για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα με βάση το Διεθνές Δίκαιο
- Η διεθνιστική, αριστερόστροφη: Έμμεση αποδοχή της θεωρίας των γκρίζων ζωνών, συζήτηση και για χωρικά ύδατα, μέσω της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ
Όλα ξεκίνησαν όταν ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κατηγόρησε την τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, της οποίας πρόεδρος ήταν ο Κώστας Καραμανλής ότι εγκατέλειψε την στρατηγική της Ελλάδας, η οποία προωθούσε την ενταξιακή πορεία της Άγκυρας με προϋπόθεση την επίλυση των διαφορών για την υφαλοκρηπίδα.
Οι διαφορές όμως που προωθούσε η κυβέρνηση Σημίτη δεν αφορούσαν μόνο την υφαλοκρηπίδα.
Στις 10-11 Δεκεμβρίου 1999 συνήλθε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι της Φινλανδίας.
Στο κείμενο των συμπερασμάτων του Ελσίνκι αναφέρεται σχετικά με την Τουρκία και τις υπόλοιπες υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ (παράγραφος 4): Η ΕΕ «παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων». Καλεί δε «να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του “Διεθνούς Δικαστηρίου”» και επισημαίνει ότι «το αργότερο στα τέλη του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά»…
Η ελληνική κυβέρνηση Σημίτη, αποδεχόμενη την υποψηφιότητα της Τουρκίας και υπογράφοντας την προηγούμενη παράγραφο, υπέγραψε ότι αναγνωρίζει το δικαίωμα (!) της Τουρκίας να εγείρει θέμα «συνοριακών διαφορών» με την Ελλάδα, η επίλυση μάλιστα των οποίων – πέρα από την Χάγη – τίθεται και υπό την δικαιοδοσία της ΕΕ!
Στον όρο «συνοριακή διαφορά» μπορούσαν να περιληφθούν, μεταξύ άλλων:
- Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
- Τα χωρικά ύδατα
- Οι “γκρίζες ζώνες” κυριαρχίας που είχε ανακαλύψει η Τουρκία στο Αιγαίο.
- Η διαφορά μεταξύ των 10 μιλίων εθνικού εναερίου χώρου και των 6 μιλίων χωρικών υδάτων.
- Τα όρια του FIR Αθηνών.
- Τα όρια της ζώνης έρευνας-διασώσεως.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ: Ο όρος «άλλα συναφή θέματα» επέτρεπε στην Τουρκία να απαιτήσει να συζητηθεί ακόμη και το θέμα της αποστρατιωτικοποιήσεως των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Υπενθυμίζεται ότι οι Τούρκοι, από την δεκαετία του 1990 και εντεύθεν, θεωρούν ότι τα νησιά μεταβιβάσθηκαν στην Ελλάδα υπό τον όρο της αποστρατιωτικοποιήσεως, αμφισβητώντας εμμέσως την ελληνική κυριαρχία, λόγω της παραβιάσεως των συνθηκών της Λωζάννης (1923) και των Παρισίων (1947).
2004: ΤΟ «ΣΤΟΠ» ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ
Τον Δεκέμβριο του 2004, όταν σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος Κορυφής για να αποφασιστεί η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο νέος πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής.
Ο Κώστας Σημίτης κατηγόρησε αυτές τις μέρες τον Κ.Καραμανλή πως στην Σύνοδο αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, παρόλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όπως τις φανταζόταν η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. «Ο κ. Καραμανλής και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, σε αντίθεση με τις μεγαλοστομίες της εποχής της αντιπολίτευσης, έδειξαν εξαρχής δείγματα μίας γενικευμένης απάθειας απέναντι στις εξελίξεις», έγραψε μεταξύ άλλων ο Κώστας Σημίτης για να του απαντήσει ο Κ. Καραμανλής.
Μεταξύ άλλων, ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ υπογραμμίζει ότι από τα Ίμια μέχρι το Ελσίνκι, η κυβέρνηση Σημίτη ζητούσε ουσιαστικά από ΗΠΑ και Ευρωπαίους εταίρους να ωθήσουν την Τουρκία να προσφύγει στη Χάγη εναντίον μας για τα Ίμια και τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες». Φρόντιζε, σύμφωνα με τον κ. Καραμανλή, να συμπεριληφθούν αντίστοιχες προβλέψεις στα επίσημα ευρωπαϊκά κείμενα. «Δεν έχει ξανασυμβεί κράτος, και μάλιστα ευρωπαϊκό, να ζητά από όλον τον κόσμο να θέσει τρίτο κράτος σε δικαστική αμφισβήτηση την εδαφική του ακεραιότητα!», γράφει ο κ. Καραμανλής.
Σε άλλο, μάλιστα, σημείο κατηγορεί την κυβέρνηση Σημίτη ότι, ενώ η Άγκυρα στο Ελσίνκι έπαιρνε ό,τι ήθελε, η χώρα μας δεν λάμβανε κάτι ως αντάλλαγμα: «Ενώ στο Ελσίνκι η Τουρκία κέρδιζε αυτό που διακαώς επεδίωκε επί 36 χρόνια, δηλαδή τον χαρακτηρισμό της ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ, η Ελλάδα δεν φρόντισε να λάβει ως αντάλλαγμα ούτε καν τα αυτονόητα: την άρση του casus belli και τον έμπρακτο σεβασμό από την Άγκυρα του διεθνούς δικαίου στο σύνολό του, ιδίως δε του Δικαίου της Θάλασσας. Αντιθέτως, θέταμε οι ίδιοι την εδαφική μας ακεραιότητα υπό επανεξέταση»
Άρα λοιπόν, σύμφωνα με τον κ. Καραμανλή, ο Κ. Σημίτης ήθελε, με «όχημα» την «Συμφωνία του Ελσίνκι», το 1999, να ανοίξει άλλα θέματα στο Αιγαίο πέραν της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, ενώ ο Κ. Καραμανλής, αναλαμβάνοντας την εξουσία «πάγωσε» το 2004, αυτή την προοπτική.
Η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ των κ.κ. Κώστα Σημίτη και Κώστα Καραμανλή με εκατέρωθεν δηλώσεις-αντεγκλήσεις (ο Κ. Σημίτης απάντησε εκ νέου στον Κ. Καραμανλή), δείχνει πως η διεθνιστική λογική προσέγγισης μέσω τραγικών υποχωρήσεων απέναντι στην Τουρκία κάνει την εμφάνισή της για να μετρήσει τις δυνάμεις της στην πολιτική σκηνή αλλά και για να ενεργοποιήσει τις «πασοκογενείς» δυνάμεις που υπάρχουν και μέσα στην Νέα Δημοκρατία, ώστε να επηρεάσουν τις όποιες εξελίξεις, οι οποίες, κατά τα φαινόμενα, αναμένονται ραγδαίες.
Πίσω από τις δηλώσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών υπάρχει η διαφορά αντιλήψεων για την στάση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Υπάρχουν δυο σχολές σκέψης και στην πολιτική και στη διπλωματία. Η πρώτη λέει ότι η Ελλάδα πρέπει να επιδιώκει να ανοίξει διάλογο με ζητήματα, τα οποία ανοίγει μεν η Τουρκία, ωστόσο «ευλογούν» και οι διεθνιστές με τελικό σκοπό την μοιρασιά του Αιγαίου και την δημιουργία αυτόνομων περιοχών στην ευρύτερη γειτονιά μας. Η δεύτερη θεωρεί ότι δεν υπάρχουν περιθώρια επίλυσης (πέραν της συζήτησης για την ΑΟΖ), διότι κάθε τέτοια απόπειρα θα αποβεί σε βάρος της Ελλάδας.
Ποιά θα επικρατήσει;;;
Το μήνυμα πάντως που έστειλε ο πρώην πρωθυπουργός Καραμανλής, «σπάζοντας τη σιωπή του» -είχε να παρέμβει από την ομιλία του για τη Συμφωνία των Πρεσπών- ήταν σαφέστατο, έχοντας ως αποδέκτη και την νυν κυβέρνηση: «Είναι πράγματι αληθές ότι έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις με τον κ. Σημίτη και όσους συμμερίζονται τις απόψεις του. Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Δεν διαπραγματευόμαστε εθνική κυριαρχία και δεν τη θέτουμε στην κρίση κανενός. Μοναδικό θέμα προς επίλυση με την Τουρκία: η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Διαφορετικές αντιλήψεις θα με βρίσκουν πάντα αντίθετο».
Η τελευταία φράση («Διαφορετικές αντιλήψεις θα με βρίσκουν πάντα αντίθετο»), αποτελεί σαφέστατη προειδοποίηση προς την σημερινή κυβέρνηση και προσωπικά προς τον πρωθυπουργό να μην ακολουθήσει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις την ίδια στρατηγική με αυτή του Σημίτη στο Ελσίνκι.