Με αυτή τη φράση, η 94χρονη Μαρία Ιντζιάδου -αγρότισσα από τα …γεννοφάσκια της- καταθέτει, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων την ιστορία της ζωής της, μια ιστορία συνυφασμένη με την καλλιέργεια και τη φροντίδα της γης.
«Η γεωργία είναι καλό πράγμα και για την ψυχή, αφού της επιτρέπει να ζει ελεύθερα», αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Ιντζιάδου, υπενθυμίζοντας πως είναι λόγω της εύφορης γης που οι Έλληνες στην κατοχή και στους πολέμους δεν πείνασαν.
Παγκόσμια Ημέρα Αγρότισσας η σημερινή (15 Οκτωβρίου) και η 94χρονη, μαζί με την 86χρονη Ευθυμία – Ευταξία Καρατζίδου και δύο νεότερες γυναίκες που ασχολούνται με τη γη, η 35χρονη Γεωργία Καραγιάννη και η 42χρονη Ειρήνη Γιάνναρου μιλούν για το «χθες» και το «σήμερα» στη ζωή της Ελληνίδας αγρότισσας και με μια φωνή προτρέπουν κι άλλες γυναίκες να «αγκαλιάσουν» τον πρωτογενή τομέα, που μπορεί να μην έχει ωράριο και αργίες, αλλά είναι μια επιλογή ζωής, που οι ίδιες θα έκαναν «ξανά και ξανά».
«Τη γη, τη σέβομαι απεριόριστα»
Η Μαρία Ιντζιάδου γεννήθηκε σε ένα χωράφι στο Μακροχώρι Ημαθίας, στις 20 Μαρτίου το 1930, σε μια εξαμελή οικογένεια. Γελάει με την ψυχή της, όταν αναπολεί το παρελθόν και διηγείται με γλαφυρό τρόπο ιστορίες από την εποχή που ως μικρό παιδί ήταν ήδη αγρότισσα. Πότιζε το χωράφι ξυπόλητη και βούλιαζε μέχρι το γόνατο μέσα στη λάσπη. «Σκάγαμε στα γέλια παρά την κούρασή μας και τις σκοτούρες του πολέμου», εξιστορεί.
Από τα 12 της χρόνια, άφηνε τη ζέστη του κρεβατιού της πριν από το πρώτο φως της ημέρας και ακολουθούσε την οικογένεια στα χωράφια, με τα πόδια. Έκανε ένα διάλειμμα για να πάει στο σχολείο, το οποίο ήταν μισή ώρα μακριά με τα πόδια στη Βέροια, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Παρακολούθησε και τις οκτώ τάξεις και πήρε το απολυτήριό της, όπως λέει με καμάρι.
Όνειρό της ήταν να γίνει καθηγήτρια ή υπάλληλος του δημοσίου και ενώ διορίστηκε σε διάφορες θέσεις, τελικά δεν στέριωσε πουθενά. Ήταν και είναι τέτοια η «λατρεία μου για τη δημοκρατία», που λαθεμένα τότε παρερμήνευσαν τις πολιτικές μου πεποιθήσεις. Ανατρέχοντας πίσω στα χρόνια και στα χωράφια όπου δούλευε από μικρό παιδί, με την οικογένειά της να καλλιεργεί σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι, αχλάδια, μήλα και ροδάκινα, η 94χρονη θυμάται ότι «αλωνίζαμε με τα χέρια, μετά με πατόζα και πολύ αργότερα, όταν δημιουργήθηκαν οι μηχανές, πήραμε μια θεριστική». Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε αρδευτικό σύστημα και ακόμη και το νερό «πηγαίναμε και το παίρναμε από πηγάδια προκειμένου να ποτίσουμε», εξηγεί. «Περνούσαμε όμως καλά», λέει εμφατικά και προσθέτει ότι αυτή και τα αδέλφια της, χώνονταν στο κούφωμα του πλατανιού που είχε φυτέψει η μάνα της για σκιά και ακόμη υπάρχει. «Μας άφηναν να ξαποστάσουμε, αλλά όχι για πολύ», θυμάται με νοσταλγία.
Κοντά στο σούρουπο, η οικογένεια έπαιρνε τον δρόμο για το σπίτι, μεταφέροντας την πραμάτεια της σε σακιά και με τα πόδια αρχικά, ύστερα με το κάρο κι εκεί ξεκινούσαν οι άλλες δουλειές. Στο σπίτι, οι γυναίκες καθάριζαν και μαγείρευαν, γέμιζαν τις πήλινες στάμνες με νερό από το πηγάδι, άρμεγαν τα ζώα, έφτιαχναν βούτυρο και μετά, όπως λέει, «όσο προλαβαίναμε κοιμόμασταν, αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετά».
Η δουλειά της αγρότισσας «είναι σκληρή», παραδέχεται η 94χρονη. Σήμερα υπάρχουν πολλές ευκολίες, λόγω των μηχανών και των αυτοκινήτων-στα οποία η ίδια επέβαινε μέχρι τα 80 της χρόνια- «ακόμη όμως ακούω να γκρινιάζουν», επισημαίνει.
Η γη θέλει σεβασμό και αγάπη για να είναι εύφορη και αν «γεννιόμουν ξανά, πάλι αγρότισσα θα γινόμουν για να μυρίζω την ποτισμένη γη και να με επιβραβεύει για τον κόπο μου», λέει με συγκίνηση. «Η γεωργία είναι καλό πράγμα και για την ψυχή. Της επιτρέπει να ζει ελεύθερα», προσθέτει και σημειώνει πως είναι λόγω της εύφορης γης που οι Έλληνες στην κατοχή και στους πολέμους δεν πείνασαν. «Τη σέβομαι απεριόριστα», λέει.
Μάζευε ελιές ώς τα 72 της χρόνια
Η 86χρονη, σήμερα, Ευθυμία – Ευταξία Καρατζίδου, ήταν το έκτο παιδί μιας εννεαμελούς αγροτικής οικογένειας και από τα δέκα της χρόνια -γερή κράση, όπως έλεγαν- όχι μόνο σηκωνόταν στις 5.30 το πρωί κάθε μέρα και φρόντιζε το νοικοκυριό στο σπίτι, αλλά πήγαινε και στα χωράφια όπου εργαζόταν ο πατέρας της -καλλιεργώντας σιτάρι και αργότερα σουσάμι και αμπέλι, για να τον βοηθήσει στις αγροτικές εργασίες. Ήταν, άλλωστε, το δεξί του χέρι αφού τα αδέλφια της είτε δούλευαν σε άλλους εργοδότες για να φέρουν μεροκάματο στο σπίτι, είτε ήταν πάνω στα βουνά με τους αντάρτες.
Η μητέρα της, που πέθανε όταν η ίδια ήταν πέντε ετών, είχε μεγάλη επιθυμία να μορφωθούν τα παιδιά της και μπορεί η ίδια να έφτασε μόνο μέχρι την πέμπτη τάξη, αλλά πολλά από τα αδέλφια της πήραν και απολυτήριο παρά τις δυσκολίες.
Μεγάλωσε με την αδερφή της μητέρας της, η οποία ήταν ανήμπορη κι έτσι έκανε την μοιρασιά των εργασιών που έπρεπε να γίνουν καθημερινά. «Μας σήκωνε εμένα και την αδερφή μου προτού ξημερώσει, άναβε το τζάκι και μας έστρωνε στη δουλειά για να τα προλαβαίνουμε όλα», θυμάται. Τις περισσότερες ημέρες το γέλιο ξεχείλιζε, παρά τη σκληρή δουλειά, αλλά δεν έλειπαν και οι στιγμές που βλέποντας τα άλλα παιδιά να παίζουν ανέμελα, ένιωθε ζήλια και στενοχωριόταν. «Δεν μιλούσα όμως, γιατί καταλάβαινα ότι δεν γίνεται διαφορετικά», λέει.
Η ίδια δεν θυμάται να είχε προλάβει να ονειρευτεί τι θέλει να γίνει στη ζωή της. «Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε χώρος και χρόνος για αυτά, αφού η μάχη για την επιβίωση εν μέσω και πολέμου ήταν διαρκής, αμφίβολη τις περισσότερες φορές και πάντα όμως επιτακτική», σημειώνει.
Στα 23 της χρόνια, γνώρισε τον σύζυγό της, τον Χαράλαμπο, ο οποίος ήταν οικοδόμος, μετά πήγαν στη Γερμανία όπου έμειναν για τέσσερα χρόνια -από το 1964 έβαφε νήματα- και επιστρέφοντας στην πατρίδα «βρεθήκαμε στα χωράφια». Οι μηχανές είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στον πρωτογενή τομέα και με τις οικονομίες από τη Γερμανία, απέκτησαν την πρώτη τους κομπίνα. Καλλιεργούσαν σιτάρι, ελιές, ρεβίθια και αχλάδια, ενώ διατηρούσαν και ένα μποστάνι για τις ανάγκες στο καθημερινό τραπέζι.
«Σκληρή δουλειά και ώρες ατελείωτες στα χωράφια, με ζέστη και με κρύο, ενώ φρόντιζα με επιμέλεια το νοικοκυριό και τον κήπο μας και ανέτρεφα τα δύο αγόρια μας», σημειώνει. Θυμάται, ωστόσο, πως παρά την κούραση «περνούσαμε όμορφα φροντίζοντας τη γη, την οποία σεβόμασταν και πάντα μας έδινε για να ζήσουμε αξιοπρεπέστατα».
Σήμερα η οικογένειά της διαθέτει 200 στρέμματα με ελιές, σιτάρι και βερίκοκα και μπορεί η ίδια μέχρι τα 72 της να πήγαινε με το αγροτικό όχημα στα χωράφια και να μάζευε ελιές, αλλά πλέον όλες τις αγροτικές εργασίες έχουν αναλάβει τα παιδιά της: ο 62χρονος οδοντίατρος και ο 58χρονος δάσκαλος, «υπό το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα τους».
Αν γεννιόταν σήμερα, θα ονειρευόταν και θα επέλεγε να δουλέψει στον πρωτογενή τομέα, όπως μας λέει, εξηγώντας πως ο λόγος είναι η ελευθερία, το οξυγόνο και το «ευχαριστώ της γης που φροντίζαμε και ποτέ δεν μας στενοχώρησε».
Σπούδασε νηπιαγωγός, αλλά την κέρδισαν τα μελίσσια
Η 42χρονη σήμερα Ειρήνη Γιάνναρου από την Αστυπάλαια, μεγαλώνοντας ήθελε να γίνει νηπιαγωγός και δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι κάποτε θα ασχολείται με μελίσσια. «Δεν είχα ποτέ εικόνα του εαυτού μου να φοράει τη μελισσοκομική στολή», σημειώνει η 42χρονη, ο πατέρας της οποίας εργαζόταν ως οικοδόμος, ενώ η μητέρα της στον τουριστικό κλάδο.
Η κ. Γιάνναρου έδωσε πανελλήνιες και αποφοίτησε ως παιδαγωγός προσχολικής ηλικίας, αλλά επιστρέφοντας πίσω στο νησί της διαπίστωσε ότι η επαγγελματική της αποκατάσταση ήταν …αδύνατη. Δεν το έβαλε κάτω και επιχείρησε να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά, ενώ δοκίμασε την τύχη της στον τουριστικό κλάδο και εργάστηκε ως φύλακας για πολλά χρόνια στο αρχαιολογικό μουσείο. Τίποτα όμως δεν την ενθουσίαζε και η κούρασή της ήταν μεγάλη, αφού δεν την ευχαριστούσε η επαγγελματική της απασχόληση. «Ένοιωθα εγκλωβισμένη», εξομολογείται.
Στα 23 της χρόνια, έφερε στον κόσμο την κόρη της, που σπουδάζει πολιτικός μηχανικός και τρία χρόνια αργότερο τον γιό της, ο οποίος έχει εκφράσει την επιθυμία να σπουδάσει αγροτική οικονομία και ανάπτυξη.
Ανατρέχοντας στην πρώτη της επαφή με τον κόσμο της μελισσοκομίας, η Ειρήνη θυμάται ότι ήταν το 2015, όταν ο άντρας της έριξε την ιδέα να ξεκινήσουν ερασιτεχνικά και για ιδία κατανάλωση, να φτιάχνουν το δικό τους μέλι. Συμβουλεύτηκαν έναν συγγενή τους που είναι αγρότης και ξεκίνησαν την προσπάθειά τους. «Μετά από πολλές επιμορφώσεις και σεμινάρια, εγώ και ο άντρας μου, είμαστε αποκλειστικά μελισσοκόμοι, αν και καθένας έχει τη δική του επιχείρηση», εξηγεί.
Για το πώς αντέδρασαν οι γονείς της για το νέο της επαγγελματικό βήμα, η ίδια θυμάται ότι πατέρας της δεν επιχείρησε να της αλλάξει γνώμη, αλλά η μητέρα της αρχικά της παραπονιόταν και της ζητούσε να βρει άλλη ενασχόληση. Γρήγορα όμως σταμάτησε, αφού είδε την αγάπη της κόρης της για τα μελίσσια και έγινε υποστηρικτική. Ακόμη και εκείνοι που την έβλεπαν σαν ένα παράταιρο στοιχείο πάνω στο βουνό με τη μελισσοκομική της στολή δίπλα στα «κορίτσια» της, όπως αποκαλεί τα μελίσσια, σήμερα της ζητούν ακόμη και συμβουλές.
Η ίδια διαθέτει 400 κυψέλες, παράγει ετησίως κατά μέσο όρο πέντε με έξι τόνους θυμαρίσιο μέλι πεταλούδας και την τελευταία 4ετία λειτουργεί το πρώτο και μοναδικό στο νησί τυποποιητήριο/συσκευαστήριο για το μέλι και τα προϊόντα του, δυναμικότητας έως και 10 τόνους. Τα προϊόντα που παράγει, κυκλοφορούν με την επωνυμία «Το μέλι της Πεταλούδας» και διατίθεται από δύο καταστήματα λιανικής στην Αστυπάλαια, από κάποια των Αθηνών και «από πέρυσι εξάγω προϊόν στην Αυστραλία», λέει με καμάρι.
Μπορεί να δουλεύει 12 και 13 ώρες ασταμάτητα, να βιώνει άγχος, πίεση και ένταση προκειμένου να ισορροπήσει τους ρόλους της ως επαγγελματίας, επιχειρηματίας, μαμά, νοικοκυρά και σύζυγος, όμως «είναι η υπομονή και η επιμονή που μου δίδαξαν τα μελίσσια μου και σήμερα μπορώ να τα βγάζω πέρα χωρίς να πνίγομαι». Τι γίνεται όταν οι δυσκολίες της καθημερινότητας πάνε να τη ρίξουν κάτω; «Πηγαίνω στα μελίσσια μου πάνω στο βουνό, τα μιλώ, τα φροντίζω και ηρεμώ, ανακτώ τη δύναμη και τον προσανατολισμό μου και συνεχίζω με όρεξη και χαρά», απαντά.
Η ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα είναι μια δεσμευτική διαδικασία, λέει αλλά σπεύδει να προσθέσει πως «όλες οι δουλειές έχουν τις δυσκολίες τους, τουλάχιστον αυτή που επέλεξα μου πλημμυρίζει την ψυχή με δημιουργικότητα, χαρά, ικανοποίηση και ελευθερία».
Απευθυνόμενη στους νέους, εξηγεί ότι η ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα δεν είναι μια εργασία του παρελθόντος, αντίθετα απαιτεί πολύπλευρες γνώσεις σε τομείς, όπως οικονομικά, λογιστική και επιχειρηματικότητα, ενώ προσφέρει «ατελείωτες ευκαιρίες για δημιουργία, έμπνευση και καινοτομία». Εκφράζει, δε, την πεποίθηση ότι είναι η ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα που δεν θα επιτρέψει την ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου και των νησιών.
Εγκατέλειψε την επιθυμία της να γίνει γιατρός, γιατί την κέρδισε η γη
Η 35χρονη Γεωργία Καραγιάννη από το Κιλκίς μεγάλωσε με την επιθυμία να γίνει γιατρός και είχε όλα τα φόντα να το πετύχει, αφού ήταν άριστη μαθήτρια. Στα 16 της χρόνια, όμως, αντιλήφθηκε ότι η ψυχή της ηρεμεί και ανθίζει έξω στη φύση και όχι μέσα σε τέσσερις τοίχους. Έτσι, γρήγορα άλλαξε ρότα και το 2007 πέρασε και αποφοίτησε από τη σχολή Δασολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο στην Ορεστιάδα, επιβεβαιώνοντας ακόμη και στον ίδιο της τον εαυτό ότι η στροφή στον πρωτογενή τομέα ήταν «η πιο σοφή επιλογή μου», όπως λέει χαρακτηριστικά. Άλλωστε, δεν ξέχασε ποτέ την ευφορία που ένιωθε όταν μικρό παιδί πήγαινε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς και βοηθούσε στις αγροτικές εργασίες, ενώ και οι γονείς της υποδέχτηκαν θέρμη την επιλογή της να ασχοληθεί με τη γη. Σήμερα, δε, αποτελούν τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της και τους πολυτιμότερους βοηθούς της.
Επιστρέφοντας στο Κοιλάδι του Κιλκίς, όταν όλοι οι φίλοι της ζούσαν το όνειρό τους να φύγουν από το χωριό, η Γεωργία στρώθηκε στην αγροτική δουλειά. Κι ενώ έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη την πρώτη ημέρα το 2013, οπότε και ξεκίνησε την ενασχόλησή της με τη γη, κάποιοι την κοιτούν ακόμη περίεργα, όταν την «βλέπουν» να οδηγάει το τρακτέρ, να οργώνει, να κλαδεύει και να συγκομίζει. Μάλιστα, υπάρχουν κάποιοι που δεν χάνουν την ευκαιρία να της κάνουν παρατήρηση ή υποδείξεις, με την ίδια να τους απαντά πάντα με χαμόγελο. Ευελπιστεί, βέβαια, πως θα έρθει η στιγμή που θα εκλείψει αυτό και θα την αντιμετωπίζουν ισότιμα με τους άνδρες συναδέλφους της.
Μιλώντας για τη σκληρή δουλειά που απαιτεί ο αγροτικός χώρος, λέει ότι δεν κοιμάται σχεδόν ποτέ περισσότερο από τέσσερις ώρες το χειμώνα -το καλοκαίρι μπορεί και μία ή και καμία, καθώς όλη την ημέρα «τρέχει» ασταμάτητα, ενώ έχει χρόνια να πάει διακοπές. Ωστόσο, είναι η ικανοποίηση της δημιουργίας και η επιβράβευση από τους πελάτες της για την ποιότητα των προϊόντων που παράγει, που λειτουργούν ως «δυναμωτικό» για να συνεχίζει με περισσότερη δύναμη.
Αντιλαμβανόμενη τον πολύπλευρο ρόλο του αγρότη, παραδέχεται ότι αισθάνεται τεράστια την ευθύνη να μεταφέρει στις νέες γενιές το τι εστί πρωτογενής τομέας. Θεωρεί ότι τα παιδιά στις μεγάλες πόλεις έχουν χάσει την επαφή με τη φύση και επιχειρηματολογώντας επ’ αυτού λέει ότι έχει τύχει να στείλει προϊόντα σε φίλους, για να δείξουν στα παιδιά τους πώς είναι όντως τα προϊόντα προτού γίνει η επεξεργασίας τους. «Δεν γνωρίζουν ότι τα καρύδια είναι καθαρισμένα αλλά έχουν κέλυφος», λέει με απογοήτευση.
Η Γεωργία Καραγιάννη ξεκίνησε την παραγωγή λεβάντας το 2013 με 80 στρέμματα και σήμερα διαθέτει 700 στρέμματα, καλλιεργώντας βιολογικά-έχει και τα χαρτιά που το πιστοποιούν- από ελιές στη Χαλκιδική, μέχρι διάφορα αρωματικά φυτά -μεταξύ άλλων μελισσόχορτο, ρίγανη και δεντρολίβανο- ρεβίθια, σουσάμι, κριθάρι και σιτάρι. Δεν επέλεξε τυχαία τις παραγωγές που καλλιεργεί, αλλά φρόντισε να ενημερωθεί μέσω αναλύσεων και ιστορικής αναδρομής για το τι καλλιεργούνταν στα χωράφια που δουλεύει και ποια είδη ευδοκιμούσαν καλύτερα.
Την τελευταία 4ετία, «τρέχει» τη δική της οικοτεχνία με την επωνυμία. Μάλιστα, μέσα στον επόμενο μήνα θα βγει στον αέρα του διαδικτύου το ηλεκτρονικό της κατάστημα με 12 κωδικούς και με κορωνίδα τη σάλτσα τομάτας, για την οποία και τα θετικά σχόλια «πέφτουν …βροχή», όπως αναφέρει. Πρόσφατα, ξεκίνησε διάλογος για συνεργασία με εταιρεία στον Καναδά, που «ενδιαφέρονται για όλα τα προϊόντα μου, δεδομένης της ποιότητάς τους», επισημαίνει.
Το μήνυμα που στέλνει λόγω της ημέρας είναι ότι «είμαστε η νέα γενιά αγροτών με σπουδές και γνώσεις, δεν σταματάμε την εκπαίδευση και την έρευνα και προσπαθούμε να εξελίξουμε τον πρωτογενή τομέα». Προσθέτει, δε, κατηγορηματικά: «δεν είμαστε αγρότες επειδή αναγκαστήκαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά επαγγελματικά, αλλά ήταν συνειδητή επιλογή μας».
Χρειάζεται πιο γενναία στήριξη
Η Παγκόσμια Ημέρα Αγρότισσας καθιερώθηκε με απόφαση της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ στις 18 Δεκεμβρίου 2007 και γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 15 Οκτωβρίου, για να υπενθυμίζει τη συμβολή της γυναίκας στην αγροτική παραγωγή και κοινωνία εν γένει, αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Με αφορμή την ημέρα, ο Νίκος Παυλονάσιος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Νέων Αγροτών (ΠΕΝΑ), που διαθέτει 3.000 μέλη πανελλαδικά, εύχεται στις γυναίκες που ασχολούνται με τον χώρο να συνεχίσουν να επιδεικνύουν την ίδια υπομονή και πείσμα και στο άμεσο μέλλον να γίνουν περισσότερες αρχηγοί αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Αυτό, όπως λέει, για να συμβεί θα πρέπει το κράτος τις στηρίξει πιο γενναία και διασφαλίσει τα κεκτημένα δικαιώματά τους.
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / Έλενα Αλεξιάδου / photo: eurokinissi)