οι οποίοι όμως εξακολουθούν να πολεμούν, για να αναδειχτεί στις αγορές του εξωτερικού η μοναδικότητα και η σπανιότητα των γηγενών ποικιλιών αμπέλου της Βόρειας Ελλάδας.
Από την 1η Ιουλίου, η επιδίωξη των στόχων αυτών καταλαμβάνει ακόμα μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας της χημικού-οινολόγου Ελένης Σίντου, της πρώτης γυναίκας προέδρου της ένωσης «Οινοποιοί Βορείου Ελλάδος», η οποία ιδρύθηκε το 1993.
Όπως λέει σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αν και η επαγγελματική της καριέρα άρχισε ως αναλύτρια σε ιδιωτικό εργαστήριο τροφίμων, ο επόμενος «σταθμός» της την έφερε εγγύτερα στο κρασί, αφού εργάστηκε ως ερευνήτρια σε προγράμματα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σε συνεργασία με το συνεταιριστικό οινοποιείο της Ζίτσας. «Εκεί λοιπόν, η χαρά της παραγωγής και της δημιουργίας ενός προϊόντος από τις ιδιαίτερες ποικιλίες της περιοχής με εντυπωσίασε και με γοήτευσε πολύ. Έκτοτε, η εκπαίδευση και η ενασχόληση με το κρασί έγιναν σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Όταν κράτησα στα χέρια μου το πρώτο κρασί που οινοποίησα, η συγκίνηση ήταν το κύριο συναίσθημα που ένιωσα» εξομολογείται.
Η οινολόγος αναλαμβάνει τα ηνία μιας Ένωσης με ιστορία στην καινοτομία, αφού αυτή ήταν που δημιούργησε εν έτει 1996 το πρωτοπόρο δίκτυο επισκέψιμων οινοποιείων «Δρόμοι του Κρασιού της Μακεδονίας», καθιερώνοντας έτσι τον οινοτουρισμό στην Ελλάδα και φέρνοντας χιλιάδες επισκέπτες στα οινοποιεία: μόνο το 2023 στους βορειοελλαδικούς «Δρόμους του Κρασιού» βάδισαν 120.000 άτομα. Λίγα χρόνια αργότερα, η Ένωση εκκίνησε δύο πανελλαδικές οινοτουριστικές εκδηλώσεις, τις «Ανοιχτές Πόρτες» (2005) τον Μάιο και την Παγκόσμια Ημέρα Οινοτουρισμού (2012) τον Νοέμβριο, ενώ το 1999 έβαλε στην αφετηρία τον πρώτο διεθνή διαγωνισμό οίνου στην Ελλάδα, που ετοιμάζεται για την 25η διοργάνωσή του. Επιπλέον, η σειρά εκδηλώσεων «ΒορΟινά» ξεκλείδωσε στο ευρύ κοινό τον κόσμο των κρασιών της Βόρειας Ελλάδας. Πρώτος πρόεδρος της Ένωσης ήταν ο αείμνηστος οινοποιός Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος και ακολούθησαν οι Γιάννης Μπουτάρης, Βαγγέλης Γεροβασιλείου, Γιώργος Τσάνταλης, Γιάννης Βογιατζής, Στέλιος Κεχρής και Στέλλιος Μπουτάρης.
Το πολυδιάστατο Ξινόμαυρο, η φημισμένη Μαλαγουζιά και το αρχαιότατο Λημνιό
Η Ελένη Σίντου είναι φανερό, καθώς μιλάει, πως πιστεύει πολύ στις γηγενείς ποικιλίες της Βόρειας Ελλάδας, που «γεννούν» λόγω της σπανιότητάς τους κρασιά «διαφορετικά» και προσθέτουν υπεραξία στους παραγόμενους οίνους. «Η περιοχή μας χαρακτηρίζεται από την παρουσία του Ξινόμαυρου, της πλέον σημαντικής και πολυδιάστατης ερυθρής ποικιλίας της χώρας μας, από τη Μαλαγουζιά που από εδώ ξεκίνησε η φήμη της και το Λημνιό που είναι η αρχαιότερη ελληνική ποικιλία σύμφωνα με ευρήματα. Φυσικά, για να αναφερθώ και στη δική μου περιοχή, τη Ντεμπίνα και το Βλάχικο, δύο ξεχωριστές γηγενείς ποικιλίες, που κάποιος θα συναντήσει μόνο στην Ήπειρο. Στον βορειοελλαδίτικο αμπελώνα έχουμε έξι ζωνες Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), εκ των οποίων οι πέντε αποκλειστικά με ελληνικές ποικιλίες» σημειώνει και προσθέτει πως, ήδη, στο εξωτερικό, επαγγελματίες και καταναλωτές αναζητούν τα βορειοελλαδικά κρασιά, καθώς το Ξινόμαυρο και η Μαλαγουζιά έχουν κερδίσει θαυμαστές και θαυμάστριες εκτός των συνόρων. «Ωστόσο δεν θεωρούμε ακόμα ότι έχουμε φτάσει στο στόχο μας. Ο δρόμος αυτός είναι μακρύς, ο ανταγωνισμός στις διεθνείς αγορές είναι έντονος και ισχυρός, οπότε χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, προκειμένου να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε περαιτέρω τη φήμη των κρασιών μας» λέει η κα Σίντου.
Σε ερώτημα σχετικά με τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι οινοποιοί, απαντά αναφερόμενη στην πρώτη ύλη -ένας βασικός «κόμπος» στη δουλειά των οινοποιών βρίσκεται στην ίδια την αμπελοκαλλιέργεια.
Κι αυτό διότι, σύμφωνα με την κα Σίντου, οι άδειες φύτευσης είναι περιορισμένες «κι εδώ πρέπει να συμβάλλει η πολιτεία, ώστε να βοηθηθεί ο κλάδος με την παροχή περισσότερων δικαιωμάτων στους αμπελοκαλλιεργητές». Επιπλέον, ο κλήρος είναι μικρός, ιδιαίτερα σε κάποιες περιοχές. Αυτό ανεβάζει το κόστος της καλλιέργειας, με αποτέλεσμα πολλοί παραγωγοί να οδηγούνται μοιραία στην εγκατάλειψη των καλλιεργειών τους. «Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια, σε όλα τα παραπάνω, έρχεται να προστεθεί και η κλιματική αλλαγή η οποία επιβαρύνει επιπλέον το κόστος» επισημαίνει η πρόεδρος της ένωσης «Οινοποιοί Βορείου Ελλάδος».
Η κλιματική κρίση θέτει ζήτημα βιωσιμότητας του ελληνικού αμπελώνα
Πώς προσεγγίζει την επίδραση της κλιματικής κρίσης στον ελληνικό αμπελώνα ως οινολόγος;
«Η κλιματική κρίση είναι πλέον παρούσα και μας το δηλώνει με πολλούς τρόπους. Δυσκολεύει την αμπελοκαλλιέργεια όχι μόνο με την αύξηση της θερμοκρασίας, το υδατικό στρες αλλά και με την αύξηση της συχνότητας ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως έντονες πλημμύρες, καταστροφικές χαλαζοπτώσεις κλπ. Εξαιτίας αυτών των συνθηκών, τίθεται θέμα βιωσιμότητας του ελληνικού αμπελώνα με οικονομικές αλλά και κοινωνικές επιπτώσεις, γεγονός που επηρεάζει άμεσα το τελικό προϊόν και τη δουλεια των οινολόγων στην κάθε περιοχή. Αν και βέβαια ο βορειοελλαδίτικος αμπελώνας βάλλεται ίσως λιγότερο σε σχέση με την νότια Ελλάδα, είναι ένα θέμα που δεν παύει να μας ανησυχεί όλους. Πρέπει άμεσα να δράσουμε μελετώντας αυτές τις αλλαγές στην κάθε περιοχή ώστε να ανακόψουμε αυτή την πορεία» απαντά.
Αλήθεια, ποιες ιδιαίτερες δυσκολίες παρουσιάζει το να είναι κάποιος/α υπεύθυνος/η παραγωγής σε έναν συνεταιρισμό και, γενικά, ποια είναι σήμερα η εικόνα ως προς τους συνεταιρισμούς του χώρου στην Ελλάδα;
«Ένας οινολόγος αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις, είτε εργάζεται σε ιδιωτικό οινοποιείο είτε σε έναν συνεταιρισμό. Ωστόσο, κατά την παραγωγή σε έναν συνεταιρισμό, δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής. Δηλαδή, ο συνεταιρισμός πρέπει να απορροφήσει όλη την παραγωγή. Επιπροσθέτως “επιβάλλεται” να παράξει ποιοτικά προϊόντα, ώστε να είναι ένας βιώσιμος και ανταγωνιστικός οργανισμός. Η εικόνα που υπάρχει σήμερα για τους συνεταιρισμούς είναι εμφανώς πιο θετική συγκριτικά με το παρελθόν και σε αυτό έχει συμβάλλει σημαντικά η παραγωγή ποιοτικών και ανταγωνιστικών προϊόντων από αρκετούς συνεταιρισμούς της χώρας μας. Επιπλέον, πολλοί είναι αυτοί που αναγνωρίζουν την προσφορά των συνεταιρισμών, ιδιαίτερα στα χρόνια της βαθιάς οικονομικής ύφεσης, που δεσμευόμενοι να απορροφήσουν τη παραγωγή των σταφυλιών στο σύνολό της, συνέβαλαν στη διατήρηση και τη βιωσιμότητα της αμπελοκαλλιέργειας» σημειώνει.
Όσον αφορά τις προτεραιότητες για την τρέχουσα θητεία, η κα Σίντου επισημαίνει ότι η Ένωση χαρακτηρίζεται απαρχής από ανοδική πορεία αλλά και καινοτομία, έχοντας συμβάλλει ουσιαστικά στο χτίσιμο της οινικής κουλτούρας στην Ελλάδα. «Στόχος όλων μας, με κοινή φιλοσοφία -η ισχύς εν τη ενώσει- είναι το έργο αυτό να συνεχιστεί και να μεγαλώσει. Μέσα στις προτεραιότητές μας, είναι η ενίσχυση της εξωστρέφειας, ώστε να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η αναγνωρισιμότητα, καθώς και το ενδιαφέρον που έχει δημιουργηθεί προς τα κρασιά μας. Η σύνδεση με την πανεπιστημιακή κοινότητα έχει επίσης να μας δώσει πολλά. Να δημιουργήσουμε δυνατές σχέσεις και συνέργειες, με στόχο την πληροφόρηση γύρω από το αμπέλι, τον οίνο και τις νέες εξελίξεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε» υπογραμμίζει.
Υπάρχει κάποιο οινοπέδιο στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, με το οποίο αισθάνεται ερωτευμένη;
«Έχω εκτιμήσει και έχω γοητευτεί από πολλές περιοχές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όμως έχω γαλουχηθεί στη Ζίτσα και τα αμπελοτόπια της. Η αγάπη και η εκτίμηση που τρέφω για την περιοχή είναι μεγάλη. Μιλάμε για μια μικρή ζώνη με σπάνιες ποικιλίες, στην οποία η παράδοση και η αγάπη για το κρασί που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, αντικατοπτρίζεται στο αμπέλι και τελικά στο παραγόμενο προϊόν…» καταλήγει.
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / Αλεξάνδρα Γούτα / photo: pixabay)