«Η καινοτομία του συγκεκριμένου τεστ είναι πολλαπλή. Η τεχνολογία κατ’ αρχάς δεν έχει καμία σχέση με την τεχνολογία των self-test και των rapid test που κυκλοφορούν στην αγορά» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του Εργαστηρίου Κυτταρικής Τεχνολογίας, κ. Σπυρίδων Κίντζιος
«Το δικό μας τεστ βασίζεται στην επίδραση του κορονοϊού πάνω σε κύτταρα. Η συσκευή μας χρησιμοποιεί κύτταρα κατασκευασμένα στο εργαστήριο, εξειδικευμένα να μετρούν τον κορονοϊό. Κάθε φορά που ακούμπα πάνω τους ο ιός, αυτά αντιλαμβάνονται μόνο τον κορονοϊό και δίνουν μια απόκριση η οποία μεταφράζεται σε ηλεκτρικό σήμα μέσα από μια αρκετά πολύπλοκη διαδικασία, όπως εμείς τα έχουμε κατασκευάσει» εξηγεί ο πρύτανης.
Παρόλο που η έρευνα για την κατασκευή του τεστ ήταν πολύπλοκη, η τελική χρήση του είναι εντυπωσιακά εύκολη.
Το στιγμιαίο τεστ κορονοϊού (instant self-test) του Γεωπονικού Πανεπιστημίου δίνει αξιόπιστα αποτελέσματα μέσα σε μόλις 3 λεπτά και μάλιστα αμέσως μετά την πιθανή μόλυνση, μέσω ενός αισθητήρα συνδεδεμένου στην αντίστοιχη εφαρμογή οποιουδήποτε κινητού ή τάμπλετ.
Εκτός από την ταχύτητα, όπως εξηγεί ο κ. Κίντζιος, το τεστ παρουσιάζει «τεράστια ευαισθησία. Επομένως μπορούμε να ανιχνεύσουμε τον ιό ακόμα και από την πρώτη μέρα μόλυνσης, αλλά ακόμη και σε δύσκολα δείγματα που δεν έχουμε μεγάλη συγκέντρωση ιού, όπως είναι το σάλιο».
Τα τεστ που υπάρχουν στην αγορά αυτή τη στιγμή χρησιμοποιούν «το ρινοφαρυγγικό επίχρισμα που είναι επώδυνο για όποιον υπόκειται στη δοκιμασία, ακριβώς επειδή εκεί συσσωρεύεται πολύς ιός. Το σάλιο έχει τον ιό σε μικρές συγκεντρώσεις. Το δικό μας τεστ λοιπόν έχει τέτοια ευαισθησία που μπορεί να τον ανιχνεύσει ακόμα και στο σάλιο» τονίζει ο κ. Κίντζιος. Επιπλέον, «ένα άλλο πλεονέκτημα είναι ότι δεν χρειάζεται καμία απολύτως κατεργασία το δείγμα», δηλαδή μπορεί απευθείας να τοποθετηθεί στον αισθητήρα.
Λόγω ακριβώς της τεχνολογίας που χρησιμοποιεί το τεστ είναι κατάλληλο για ακόμα μια καινοτόμα εφαρμογή, την αξιολόγηση φαρμάκων ενάντια στον κορονοϊό.
«Επειδή τα κύτταρα αυτά έχουν υποδοχή για τον κορονοϊό, εμείς μπορούμε να τα κατασκευάσουμε έτσι ώστε να δοκιμάσουμε αν υπάρχουν φάρμακα που παρεμποδίζουν την πρόσδεση του κορονοϊού πάνω στην συγκεκριμένη πρωτεΐνη που είναι ο φυσικός τρόπος του ιού μέσα στον οργανισμό, προσθέτοντας την στο σύστημα του αισθητήρα. Δηλαδή, ο αισθητήρας μας αξιολογεί άμεσα, σε τρία λεπτά, κατά πόσο ένα φάρμακο παρεμποδίζει την πρόσδεση του ιού στην πρωτεΐνη. Είναι κάτι που έχουμε ξεκινήσει τώρα να κάνουμε» διευκρινίζει ο κ. Κίντζιος.
Η προοπτική της μαζικής παραγωγής
Η επιστημονική ιδέα πίσω από το κυτταρικό διαγνωστικό τεστ του Γεωπονικού Πανεπιστημίου ανιχνεύεται πίσω στο 1997 και τον κ. Κίντζιο. Ωστόσο, για την ανάπτυξή του, σύμφωνα με τον ίδιο, καθοριστικό ρόλο έχουν παίξει οι επίκουρες καθηγήτριες κ. Γεωργία Μοσχοπούλου και κ. Σοφία Μαυρίκου, ο ερευνητής κ. Βασίλης Τσεκούρας καθώς και μια ομάδα ανθρώπων από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και το νοσοκομείο Σωτηρία, αφού το συγκεκριμένο τεστ έχει δοκιμαστεί σε κλινικές μελέτες.
«Η μέθοδος μας είναι μια από τις ελάχιστες παγκοσμίως, αν και όχι η μόνη, που έχει αποτελέσματα και επικύρωση από κλινικές δοκιμές. Έχουμε τρεις κλινικές δοκιμές. Τα περισσότερα τεστ που κυκλοφορούν δεν έχουν καμία, παρά μόνο εργαστηριακές μετρήσεις» τονίζει ο κ. Κίντζιος.
Μάλιστα, η ομάδα έχει δουλέψει και πάνω στην προοπτική της μαζικής παραγωγής του διαγνωστικού στιγμιαίου τεστ κορονοϊού.
«Έχουμε χαρτογραφήσει όλες τις πτυχές της μαζικής παραγωγής, τις γνωρίζουμε πολύ καλά. Ξέρουμε το κοστολόγιο στην εργαστηριακή κλίμακα, ας πούμε για 100 τεστ την ημέρα, το οποίο είναι βέβαια μια μικρή κλίμακα, δηλαδή είναι αρκετά ακριβά.
Όμως, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, μιλάμε για ένα εμπορικό κόστος όχι πάνω από 5-6 ευρώ, όσον αφορά κάθε τεστ» λέει ο κ. Κίντζιος και προσθέτει:
«Προφανώς θα θέλαμε να ήταν πολύ χαμηλότερο. Θα θέλαμε να πέσουμε στο 1 ευρώ και πιστεύουμε ότι αυτό είναι εφικτό στη μαζική παραγωγή. Άρα, απευθύνουμε πρόσκληση σε όποιον ενδιαφέρεται, στο κράτος και ιδιωτικούς φορείς, να έρθει σε επικοινωνία μαζί μας για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Εμείς ξέρουμε πώς να το κάνουμε, όσον αφορά τη γραμμή παραγωγής. Βεβαίως, η εμπορική διάσταση δεν είναι θέμα του πανεπιστημίου, εμείς υπηρετούμε την κοινωνία» σημειώνει χαρακτηριστικά ο πρύτανης.
«Μπορεί να εφαρμοστεί παντού. Εμείς το έχουμε φτιάξει έχοντας κατά νου το άνοιγμα της οικονομίας και της κοινωνίας. Για την εκπαίδευση, για τον τουρισμό, για την εστίαση. ΜΑΖΙΚΑ! Αυτός είναι ο στόχος μας η μαζική εφαρμογή», σημείωσε μεταξύ άλλων ο ίδιος σε πρωινή εκπομπή του ΣΚΑΙ, παραθέτοντας ένα παράδειγμα με παρέα ατόμων σε μαγαζί εστίασης:
Ο κ. Κίντζιος εκτιμά ότι η ανάγκη για διαγνωστικά τεστ κορονοϊού θα παραμείνει, τουλάχιστον για κάποια χρόνια ακόμα. «Σε καμία περίπτωση δε θέλουμε να μπούμε στα χωράφια των επιδημιολόγων. Ως επιστήμονας, ωστόσο, θεωρώ ότι ο κορονοϊός ήρθε για να μείνει για κάποιο καιρό. Η χρησιμότητα του τεστ μπορεί βέβαια να ελαττωθεί με την εξάπλωση και την αύξηση του ποσοστού του εμβολιασμένου πληθυσμού και αυτός είναι ο στόχος για όλους».
Ένα ακόμα ζήτημα είναι η διάρκεια της κάλυψης του εμβολίου, εάν δηλαδή παρέχει μόνιμη ή περιοδική προστασία. Στη βάση αυτή, ο κ. Κίντζιος εκτιμά ότι «θα χρειαστεί να έχουμε ένα τεστ, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, όσο ακόμα θα είναι ένα πρόβλημα ο κορονοϊός για να παρακολουθούμε την εξάπλωσή του». Επιπλέον, λέει ο ίδιος, «μην ξεχνάτε ότι σε χώρες που εξαρτώνται πάρα πολύ από τον τουρισμό, όπως είναι η Ελλάδα, από την εστίαση, θα υπάρχει, όσο υπάρχει το πρόβλημα του κορονοϊού, η ανάγκη μιας τέτοιας μεθόδου.
Εμείς έχουμε πλέον αυτή την πλατφόρμα και δεν ξέρουμε, το απευχόμαστε βέβαια, αν αύριο θα υπάρχει μια άλλη πανδημία με κάποιον άλλο ιό. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε αλλεπάλληλους κύκλους, κυρίως με τους ιούς της γρίπης. Άρα, ας είμαστε σε επιφυλακή, ας έχουμε τα τεχνολογικά εργαλεία να ανταποκριθούμε και μακάρι να μη χρειαστεί» υπογραμμίζει ο πρύτανης του Γεωπονικού πανεπιστημίου.
(ΦΩΤΟ: Amna)