Πρόσφατα παρουσιάσατε στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής την πρόταση για τη σύσταση της Διοίκησης Κατασκευών και Αντιμετώπισης Φυσικών Καταστροφών (ΔΙ.Κ.Α.Φ.ΚΑ). Τι είναι με απλά λόγια αυτή η Διοίκηση και τι παραπάνω θα φέρει στην αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών;
Είναι μια νέα διοικητική δομή η οποία μεγιστοποιεί τη συνδρομή των Ενόπλων Δυνάμεων στη διαχείριση φυσικών καταστροφών – από το στάδιο της πρόληψης και της ετοιμότητας μέχρι εκείνο της αντιμετώπισης και της βραχείας αποκατάστασης των επιπτώσεών τους. Οργανωτικά, δεν δημιουργεί νέες μονάδες αλλά ενεργοποιεί υφιστάμενες, των οποίων το προσωπικό και τα μέσα αποκτούν πλέον έναν διττό ρόλο, μια δεύτερη αποστολή. Επιχειρησιακά, επιδιώκουμε κυρίως δύο πράγματα: Πρώτον, να εκμηδενίσουμε τον χρόνο απόκρισης μας σε συμβάντα πολιτικής προστασίας και δεύτερο να βελτιστοποιήσουμε τη συνδρομή μας. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Στο παρελθόν, τα περισσότερα αιτήματα της Πολιτικής Προστασίας για διάθεση μηχανημάτων έργου έφθαναν στα Γενικά Επιτελεία χωρίς τη δυνατότητα εκ μέρους τους, ακριβούς εκτίμησης των αναγκαίων μέσων, π.χ., του κατάλληλου μηχανήματος έργου, αλλά και χωρίς να υπάρχει έγκαιρος προϊδεασμός των Ενόπλων Δυνάμεων, προκειμένου να συντμηθεί στο ελάχιστο ο χρόνος προετοιμασίας και δράσης. Πλέον, ορίζεται στο πεδίο του συμβάντος, έμπειρος αξιωματικός, ο οποίος προβαίνει σε εκτίμηση της αναγκαίας, ποσοτικά και ποιοτικά, δύναμης και ακολούθως προτείνει το καταλληλότερο είδος μηχανήματος, μέσων ή εξειδικευμένου προσωπικού για την εκτέλεση της αποστολής, έχοντας ιδίοις όμμασι εκτιμήσει τις ιδιαιτερότητες των συγκεκριμένων περιοχών από άποψη κίνδυνου. Ταυτόχρονα, ένας κατάλληλος αξιωματικός βρίσκεται στο Κέντρο Επιχειρήσεων, για τον καλύτερο συντονισμό των συναρμόδιων φορέων και την έγκαιρη ειδοποίηση των εμπλεκομένων μονάδων, ώστε να ξεκινήσουν προπαρασκευαστικές ενέργειες και κίνηση προς το συμβάν, πριν ακόμα εκδοθεί η έγγραφη διαταγή.
Ωστόσο οι επικριτές της πρότασης σας ισχυρίζονται ότι μετατρέπονται οι Ένοπλες Δυνάμεις σε Δυνάμεις Πολιτικής Προστασίας ή κατά άλλους, που την αντιμετωπίζουν με περισσότερο σκεπτικισμό, ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις καλούνται να σηκώσουν ένα βάρος που δεν τους αναλογούν, αφού είναι άλλος ο σκοπός τους. Είναι έτσι;
Η εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων σε συμβάντα πολιτικής προστασίας δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό ούτε νέο φαινόμενο. Αυτό που έχει αλλάξει διεθνώς είναι η αυξητική τάση του πλήθους, της έντασης και της έκτασης των φυσικών καταστροφών των οποίων τις τραγικές συνέπειες βίωσε πρόσφατα και η χώρα μας. Δε μιλάμε πια για κλιματική αλλαγή αλλά για κλιματική κατάρρευση, κατά την εύστοχη παρατήρηση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Τα νέα αυτά δεδομένα απαιτούν να αναθεωρήσουμε όχι τον ρόλο αλλά τον τρόπο συνδρομής των Ενόπλων Δυνάμεων στην αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. Οι οργανωτικές και επιχειρησιακές αλλαγές που περιέγραψα προηγουμένως δεν υποκαθιστούν την Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Συμβάλλουν στη μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων εμπλοκής των Ενόπλων Δυνάμεων – εμπλοκή η οποία διατηρεί τον επικουρικό της χαρακτήρα. Επιτρέψτε μου επίσης να θεωρώ την άποψη – ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις καλούνται να σηκώσουν ένα βάρος που δεν τους αναλογεί – παρωχημένη από στρατηγική, επιχειρησιακή και κοινωνική σκοπιά. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, γίνεται συστηματική αναφορά σε κείμενα στρατηγικής για τις προκλήσεις ασφαλείας και τις συνθήκες αποσταθεροποίησης που δημιουργούν οι φυσικές καταστροφές. Από επιχειρησιακή σκοπιά, υποτιμάται σφόδρα η εκπαίδευση σε πραγματικές συνθήκες και η εμπειρία που συσσωρεύουν τμήματα του στρατού, όπως π.χ. οι Μονάδες Μηχανικού. Τέλος, από κοινωνική σκοπιά, θυμίζω ότι οι φυσικές καταστροφές δεν κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε πολίτες και στελέχη. Όταν η πατρίδα χρειάζεται την εμπειρία, τον επαγγελματισμό, τη τεχνογνωσία και την αποτελεσματικότητα και των Ενόπλων Δυνάμεων, αυτές δεν μπορούν να παραμείνουν αμέτοχες. Σκεφτείτε να απαντούσαμε στους συμπολίτες μας στη Θεσσαλία που καταστράφηκαν από τον “Daniel” ότι δεν θα τους συνδράμουμε γιατί αυτό δεν εμπίπτει στην αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων. Ας σοβαρευτούμε.
Την πρόσφατη τουρκική προκλητικότητα νότια της Κάσου και της Καρπάθου, με την παρουσία 5 πολεμικών πλοίων πώς την σχολιάζετε;
Δε νομίζω ότι εκπλήσσει κανέναν. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από το περιστατικό της Κάσου είναι ότι ασκήσαμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα ολοκληρώνοντας την έρευνα για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου όχι μόνο στα χωρικά μας ύδατα, αλλά και στα διεθνή ύδατα της ελληνικής ΑΟΖ. Στο πρόσφατο παρελθόν παρόμοια περιστατικά θα οδηγούσαν στα όρια μιας πολεμικής σύγκρουσης. Χάρη στους διπλωματικούς διαύλους επικοινωνίας που έχουμε εγκαταστήσει, στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού διαλόγου, υπήρξε, ωστόσο, άμεση εκτόνωση της έντασης.
Βλέπετε να διατηρούνται για πολύ καιρό ακόμη τα ήρεμα νερά με την Τουρκία ή μήπως βλέπετε να την στενεύουν τα ρούχα του «καλού γείτονα»; Και το ρωτώ αυτό διότι η επιθετική της ρητορική δεν έχει αλλάξει, ούτε βεβαίως έχει απωλέσει τις επιδιώξεις της όπως αυτές απορρέουν από το ανυπόστατο δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας». Για να μην ξεχάσω και το “Casus Belli” που ακόμη είναι εν ισχύ…
Δεν έχουμε αυταπάτες. Υπάρχουν πεπερασμένα όρια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τα οποία προσδιορίζονται από τις θεμελιώδεις διαφορές μας στα ζητήματα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Γνωρίζουμε καλά ότι η άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων επί του πεδίου, αποτελούν ευκαιρίες για παρόμοια “statements” προβολής ισχύος από την πλευρά της Τουρκίας. Η ελληνική διπλωματία και οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι προϊδεασμένες και απολύτως έτοιμες για την αντιμετώπιση τέτοιων προκλήσεων. Όλες οι καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση με βασικό γνώμονα τα συμφέροντα της χώρας και χωρίς την παραμικρή υποχώρηση από τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Ως Υφυπουργός έχετε αναλάβει αρκετές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των νοσοκομείων που βρίσκονται σε νησιά του Αιγαίου με στρατιωτικούς γιατρούς, για το καλοκαίρι που είναι υψηλή τουριστική περίοδος. Πόσοι γιατροί έχουν πάει και πού;
Υπάρχει, όπως γνωρίζετε, ένα σοβαρό ζήτημα υποστελέχωσης πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δομών υγείας του Ε.Σ.Υ. Το πρόβλημα είναι εντονότερο στις παραμεθόριες περιοχές τόσο της ηπειρωτικής όσο και της νησιωτικής χώρας, ιδίως στα μικρά νησιά. Δεν περισσεύει προσωπικό στις Ένοπλες Δυνάμεις, περισσεύει ωστόσο το αίσθημα ευθύνης των στελεχών μας απέναντι στους συμπολίτες μας οι οποίοι πρέπει να απολαμβάνουν ισότιμα το έννομο αγαθό της εξειδικευμένης ιατρικής περίθαλψης. Με αυτό το σκεπτικό και χωρίς να διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία των μονάδων έχουμε διαθέσει τον τελευταίο χρόνο 28 οπλίτες ιατρούς σε ισάριθμες δομές πρωτοβάθμιας υγείας ανά τη χώρα. Επιπλέον, 25 οπλίτες ιατροί συνδυάζουν τον τελευταίο χρόνο τη στρατιωτική τους θητεία με την υπηρεσία υπαίθρου και έχουν τοποθετηθεί σε δομές κυρίως μικρών νησιών που διαχρονικά δεν υπάρχει ζήτηση. Ακόμη, περισσότεροι από 60 ειδικοί ιατροί όλων των ειδικοτήτων έχουν διατεθεί για την κάλυψη αναγκών των νοσοκομείων του ΕΣΥ, από την Ξάνθη και τη Δράμα, μέχρι την Κέρκυρα και την Κω. Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τέλος την συνεισφορά των 180 περίπου στελεχών μας που έχουν διατεθεί στις 7 υγειονομικές περιφέρειες της χώρας για τις ανάγκες του ΕΚΑΒ.
Πότε προγραμματίζεται να τεθεί σε εφαρμογή η εθελοντική στράτευση των γυναικών;
Επεξεργαζόμαστε αυτή την περίοδο το σχέδιο κοινής υπουργικής απόφασης, με ορίζοντα το τέλος του έτους, για την προκήρυξη ειδικών προγραμμάτων θητείας που συνδυάζουν προπτυχιακή και μεταπτυχιακή φοίτηση στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα με στρατιωτική εκπαίδευση. Τα προγράμματα αυτά απευθύνονται τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες και στοχεύουν στην προσέλκυση νέων επιστημόνων που θα μεταφέρουν επ’ αμοιβή τεχνογνωσία σε μονάδες/υπηρεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων σε αντικείμενο και ειδικότητες συναφείς με τις σπουδές τους.
Ρωτώ για τις γυναίκες γιατί σίγουρα θα αποτελέσουν μία νέα δεξαμενή ενίσχυσης του ανθρώπινου δυναμικού στις Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες φέτος κατέγραψαν ιστορικό χαμηλό σε ότι αφορά τις Στρατιωτικές Σχολές τόσο τις ανώτατες όσο και των υπαξιωματικών. Πώς βλέπετε την αντιμετώπιση αυτού του γεγονότος;
Θα πρέπει να ξαναδούμε το ζήτημα συνολικά, κατάματα και με ειλικρίνεια. Οι λόγοι είναι πολλοί – ο οικονομικός παράγοντας είναι από τους πιο σημαντικούς, δεδομένης και της αύξησης του κόστους ζωής, αλλά δεν είναι ο μόνος. Οι νέοι και οι νέες μας που, ενώ θα ήθελαν, δεν επιλέγουν τις στρατιωτικές σχολές των αξιωματικών και των υπαξιωματικών είναι σε θέση πια να κάνουν προβολή στο μέλλον τη ζωή τους σε μια σειρά από καταστάσεις – από τις συνθήκες εργασίας, τη μέριμνα γι’ αυτούς και την οικογένειά τους, τη στρατιωτική και ακαδημαϊκή τους εξέλιξη. Πρόκειται για ζητήματα που πρέπει να τα ξαναδούμε και – το κυριότερο ίσως – πρέπει να τα επικοινωνήσουμε αφενός με τον κατάλληλο τρόπο αφετέρου μέσα από τα κατάλληλα μέσα επικοινωνίας. Οι Ένοπλες Δυνάμεις χρειάζονται τους καλύτερους και πρέπει να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να τους κερδίσουμε.
ΑΠΕΜΠΕ – φωτο: freepik