Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, με ένοπλες συγκρούσεις στην περιοχή μας και με την τεχνολογία να εξελίσσεται με αλματώδεις ρυθμούς, καθορίζοντας μέσα και τρόπους διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων, οι Ένοπλες Δυνάμεις της πατρίδας μας επιβάλλεται να περάσουν σε μια νέα εποχή. Την στρατηγική αυτή προσέγγιση την ονομάζουμε «Ατζέντα 2030».
«Επιβάλλεται να υιοθετήσουμε μια ατζέντα τολμηρών μεταρρυθμίσεων που θα διαμορφώσουν ένα σύγχρονο Αμυντικό Δόγμα. Με έμφαση στη διακλαδικότητα, την αξιοποίηση της εγχώριας καινοτομίας, την αναβάθμιση της στρατιωτικής εκπαίδευσης και τη δημιουργία νέων δομών, όπως ενδεικτικά στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, της χρήσης των αυτόνομων συστημάτων» ξεκαθάρισε ο κ. Κεφαλογιάννης.
«Είναι προφανές επίσης ότι οι νέες αυτές δομές επιβάλλουν και μια αναθεώρηση του εξοπλιστικού προγράμματος της χώρας, έτσι ώστε αυτό να προσαρμόζεται στα διδάγματα που αντλούνται στα σύγχρονα πεδία μάχης. Με την αγορά του πιο σύγχρονου αεροσκάφους στον κόσμο, το F-35. Με το πρόγραμμα ναυπήγησης των 4 πλέον φρεγατών BELHARA. Με τα προγράμματα εκσυγχρονισμού των φρεγατών ΜΕΚΟ, των πυραυλακάτων ΡΟΥΣΣΕΝ, αλλά και των υποβρυχίων μας, τα οποία θα ξεκινήσουν άμεσα να υλοποιούνται στην Ελλάδα. Με τη μελλοντική συμμετοχή της χώρας στον σχεδιασμό και στη συνέχεια τη ναυπήγηση της νέας φρεγάτας CONSTELLATION. Με τη συμμετοχή μας στο πρόγραμμα της Ευρωκορβέτας. Με τη δημιουργία ενός ακόμη πυραυλικού απόρθητου τείχους επιφανείας στο Αιγαίο» πρόσθεσε.
Για τις αποσπάσεις στρατιωτικών ιατρών σε διάφορα νοσοκομεία της χώρας, ο κ. Κεφαλογιάννης ανέφερε ότι «υπάρχει σοβαρό ζήτημα υποστελέχωσης πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δομών υγείας του Ε.Σ.Υ. Το πρόβλημα είναι εντονότερο στις παραμεθόριες περιοχές τόσο της ηπειρωτικής όσο και της νησιωτικής χώρας, ιδίως στα μικρά νησιά».
«Δεν περισσεύει προσωπικό στις Ένοπλες Δυνάμεις, περισσεύει ωστόσο το αίσθημα ευθύνης των στελεχών μας απέναντι στους συμπολίτες μας οι οποίοι πρέπει να απολαμβάνουν ισότιμα το έννομο αγαθό της εξειδικευμένης ιατρικής περίθαλψης» συνέχισε.
Για τα ελληνοτουρκικά, επισήμανε ότι «παρά το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες έχουν πολλαπλασιαστεί οι συναντήσεις μεταξύ των ηγεσιών των δύο χωρών και τα κανάλια επικοινωνίας σε πολλά επίπεδα είναι ανοικτά, η επιθετική ρητορική και η αναθεωρητική διάθεση της Τουρκίας δεν έχει μεταβληθεί».
Συνέχισε τονίζοντας ωστόσο ότι είναι «θετικό ότι υπάρχει καλύτερη μεταξύ μας συνεργασία στην αντιμετώπιση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, ενώ και το τουριστικό ρεύμα από την Τουρκία προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ήταν ισχυρό αυτό το καλοκαίρι».
Για την αμυντική βιομηχανία, υπογράμμισε ότι το ζητούμενο είναι «πώς θα αυξήσουμε το ποσοστό της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής και τεχνολογίας στην υποστήριξη, συντήρηση και εκσυγχρονισμό υφιστάμενων και μελλοντικών οπλικών συστημάτων και, επιπλέον, πώς θα ενσωματώσουμε αποτελεσματικά το οικοσύστημα των ιδιωτικών ελληνικών επιχειρήσεων που παράγουν τεχνολογία και καινοτομία στις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων».
«Έχουμε περισσότερες από 100 ελληνικές εταιρείες που σχετίζονται με την αμυντική βιομηχανία και απασχολούν 20.000 εργαζόμενους. Η επόμενη μέρα της αμυντικής βιομηχανίας δεν μπορεί να διαμορφωθεί χωρίς την ενεργό συνεργασία τους» ανέφερε.
Αναφερόμενος στα κόμματα δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, ανέλυσε ότι «η δημοσκοπική τους άνοδος δεν αποτυπώνει κανενός είδους ιδεολογική στροφή».
«Καταγράφει», είπε, «τις θεμιτές ανησυχίες και την αγωνία των πολιτών να βρουν άμεσα απαντήσεις σε πραγματικά και επείγοντα προβλήματα που τους απασχολούν και επηρεάζουν την καθημερινότητά τους».
«Ο απλοϊκός, γεμάτος ανέξοδες υποσχέσεις, λόγος αυτών των κομμάτων παρέχει συχνά ένα «ασφαλές» καταφύγιο. Δεν προσφέρει όμως ποτέ ρεαλιστικές λύσεις και τις περισσότερες φορές ο λαϊκίστικος αυτός λόγος καθίσταται επικίνδυνος, εθνικά και κοινωνικά» συμπλήρωσε.
Για τις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά, εξήγησε ότι με τα δεδομένα «αυτής της χρονικής στιγμής είναι δύσκολο να προδικάσουμε τις εξελίξεις».
«Κοινό γνώρισμα και των δύο κομμάτων είναι κατά τη γνώμη μου η απουσία διαχειριστικής ικανότητας και αξιόπιστου προγραμματικού πολιτικού λόγου. Ο ΣΥΡΙΖΑ πορεύτηκε ως ένα κόμμα διαμαρτυρίας και διακηρύξεων στηριζόμενος σε μια ετερόκλητη εκλογική βάση η οποία αποδείχθηκε συγκυριακή και χωρίς κανένα ιδεολογικό και ιστορικό βάθος. Η εποχή του τελείωσε με το τέλος των μνημονίων και φαντάζει πολύ δύσκολο να «επανεφεύρει» την ταυτότητά του με χειροπιαστό όφελος για τον τόπο. Από αυτή την σκοπιά, το ΠΑΣΟΚ έχοντας αλλάξει πολλές φορές ηγεσίες, όνομα και σύμβολα, προσπαθεί να χωρέσει στο κουστούμι μιας «μικρής» αξιωματικής αντιπολίτευσης του 15%, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία» ανέφερε ο υφυπουργός Εθνικής ‘Αμυνας.
Ξεκαθάρισε ότι δεν είναι στους εκλογικούς στόχους της Νέας Δημοκρατίας «μια κυβέρνηση συνεργασίας» καθώς εξήγησε ότι «θα οδηγούσε σε μια κυβέρνηση, έρμαιο των κομματικών παζαριών, εξαιρετικά δυσκίνητη, αν όχι αδρανή, στα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία».
(ΑΠΕ -ΜΠΕ / photo: eurokinissi)