Στη μελέτη, με επικεφαλής τον Μάθιου Πέις, αναπληρωτή καθηγητή της Σχολής Ψυχολογικών Επιστημών Monash και του Ινστιτούτου Turner για τον Εγκέφαλο και την Ψυχική Υγεία στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, εξετάστηκαν 346 συμμετέχοντες, άνω των 60 ετών, οι οποίοι συμμετείχαν σε δύο μελέτες ύπνου κατά τη διάρκεια της νύχτας κατά τις χρονικές περιόδους 1995-1998 και 2001-2003. Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για άνοια.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι κατά μέσο όρο ο βαθύς ύπνος μειώθηκε σε διάρκεια μεταξύ των δύο μελετών υποδεικνύοντας απώλεια αυτού του σταδίου ύπνου με τη γήρανση. Επίσης, εντόπισαν ότι κάθε ποσοστιαία μείωση στον βαθύ ύπνο ετησίως συσχετίστηκε με 27% αύξηση του κινδύνου άνοιας σε μεταγενέστερη ηλικία. Ακόμη και μετά την προσαρμογή για την ηλικία, το φύλο, τους γενετικούς παράγοντες, το κάπνισμα, τη χρήση υπνωτικών, αντικαταθλιπτικών ή αγχολυτικών, η συσχέτιση παρέμενε η ίδια.
Όπως εξηγεί ο κ. Πέις, ο βαθύς ύπνος ή ύπνος αργών κυμάτων «υποστηρίζει τον γηράσκοντα εγκέφαλο με πολλούς τρόπους και γνωρίζουμε ότι ο ύπνος αυξάνει την απομάκρυνση των μεταβολικών αποβλήτων από τον εγκέφαλο, συμπεριλαμβανομένης της διευκόλυνσης στην απομάκρυνση των πρωτεϊνών που συσσωρεύονται στη νόσο Αλτσχάιμερ».
(απεμπε – φωτο:freepik)