Ο διαβήτης τύπου 2 χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα σακχάρου και αντίσταση στην ινσουλίνη.
Οι ερευνητές αναζήτησαν συνδέσεις μεταξύ της κατανάλωσης γάλακτος και του μειωμένου κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, αναλύοντας το γονιδίωμα (GWAS).
Προηγούμενες έρευνες σχετικά με την κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος και του μειωμένου κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, δεν κατέληξαν σε σαφή αποτελέσματα, καθώς κάποιες έδειχναν κάποια συσχέτιση ενώ άλλες διαπίστωσαν ελάχιστη έως καμία συσχέτιση.
Στη νέα μελέτη οι ερευνητές έλαβαν υπόψιν το γενετικό προφίλ των συμμετεχόντων.
Χρησιμοποιώντας εκτιμήσεις για τη διαιτητική πρόσληψη που αναπτύχθηκαν από το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου, ανακάλυψαν μία συσχέτιση μεταξύ ατόμων με μια γενετική παραλλαγή που κωδικοποιεί το ένζυμο λακτάση, το οποίο χρησιμοποιεί ο οργανισμός για να διασπάσει τα σάκχαρα του γάλακτος.
Οι περισσότεροι άνθρωποι παράγουν λακτάση όταν είναι παιδιά, αλλά πολλοί σταματούν στην ενήλικη ζωή, και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα κάποιοι να αποκτούν δυσανεξία στη λακτόζη. Η διαφορά έχει εντοπιστεί σε μια παραλλαγή του γονιδίου LCT. Σε αυτή τη νέα μελέτη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με δυσανεξία στη λακτάση που καταναλώνουν επίσης τακτικά γάλα, έχουν 30% μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Δεν παρατηρήθηκε μείωση του κινδύνου σε άτομα που καταναλώνουν τακτικά γάλα αλλά δεν έχουν αυτή τη γονιδιακή παραλλαγή.
Για να επιβεβαιώσουν τα ευρήματα, επανέλαβαν τη μελέτη χρησιμοποιώντας δεδομένα από τη βρετανική βιοτράπεζα και βρήκαν παρόμοια αποτελέσματα. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα ευρήματά τους μπορούν να εξηγήσουν τα ποικίλα αποτελέσματα που είχαν βρεθεί σε προηγούμενες δοκιμές για τη συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης γάλακτος και του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Nature Metabolism.
(με πληροφορίες από onmed. gr / photo: pixabay)