Θεσσαλονίκη: Εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης συμβάλλουν στην πρώιμη διάγνωση της άνοιας

Παράλληλα ότι, παρά την πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης, ο κλινικός γιατρός παραμένει ο κύριος υπεύθυνος για την εκτίμηση του ασθενούς

Μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης που αξιοποιούν περισσότερους από 600 βιοδείκτες αποτελούν ένα σύγχρονο εργαλείο για τη διάγνωση της άνοιας, ακόμη και σε πολύ πρώιμα στάδια, ίσως και πριν από την εμφάνιση των πρώτων σαφών συμπτωμάτων.

«Η άνοια είναι μια εκφυλιστική πάθηση του εγκεφάλου, που χαρακτηρίζεται από τη νοητική και λειτουργική έκπτωση του ασθενούς. Περίπου το 85% των περιπτώσεων άνοιας είναι νόσος Alzheimer. Η νόσος Alzheimer είναι καθαρά εγκεφαλική πάθηση και δεν θεωρείται φυσιολογική γήρανση, παρά μία πάθηση που επιδεινώνεται με την αύξηση της ηλικίας. Στον δυτικό κόσμο αυξάνεται το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 2050, η άνοια θα έχει τριπλασιαστεί στις δυτικές κοινωνίες. Πρόκειται για μια μάστιγα που αναμένεται να απασχολήσει έντονα τα επόμενα χρόνια», σημειώνει ο νευρολόγος και διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Εμμανουήλ Δερμιτζάκης.

Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Δερμιτζάκης αναφέρει ότι οι εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη ιατρική και ότι στην περίπτωση της άνοιας συμβάλλουν στην πρώιμη διάγνωσή της.
«Υπάρχει το τεστ μνήμης – περιγραφής, το οποίο χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια για τη διάγνωση της άνοιας. Στο πλαίσιο αυτού του τεστ, ο ασθενής καλείται να περιγράψει μια εικόνα που του δείχνει ο γιατρός. Στο παρελθόν, αυτό το τεστ αξιολογούσαν ψυχολόγοι, νευροψυχολόγοι και νευρολόγοι σε κατ’ ιδίαν εξετάσεις. Σήμερα, το τεστ αξιολογείται από την τεχνητή νοημοσύνη, η οποία αναλύει τη λεκτική ροή του ασθενούς, το λεξιλόγιο και την ποικιλία των λέξεων, τη συντακτική πολυπλοκότητα και τα ηχητικά χαρακτηριστικά της ομιλίας του. Ανάλογα με την ανάλυση, μπορεί να εντοπιστούν πρώιμα στάδια άνοιας, ίσως και πριν από τη σαφή εμφάνιση των συμπτωμάτων. Η τεχνητή νοημοσύνη αξιοποιεί περισσότερους από 600 βιοδείκτες, βοηθώντας τον νευρολόγο να εντοπίσει ασθενείς σε πρώιμο στάδιο ήπιας γνωστικής έκπτωσης», εξηγεί ο κ. Δερμιτζάκης.

«Στην ήπια γνωστική έκπτωση, τα συμπτώματα της άνοιας μπορεί να μην έχουν εκδηλωθεί πλήρως, ωστόσο ο ασθενής έχει κάποιες νοητικές ή λεκτικές δυσχέρειες. Η τεχνητή νοημοσύνη με το συγκεκριμένο τεστ μπορεί να εντοπίσει αυτούς τους ασθενείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι ασθενείς θα εξελιχθούν σε άνοια. Μπορεί τα συμπτώματα να οφείλονται σε αβιταμίνωση, σακχαρώδη διαβήτη ή κατάθλιψη. Ωστόσο, το σημαντικό είναι ότι το τεστ εντοπίζει τους ασθενείς που έχουν επηρεαστεί, λειτουργώντας ως ένδειξη για περαιτέρω έλεγχο. Είναι μια διάγνωση για περαιτέρω έλεγχο και είναι ένας δείκτης πολύ πρώιμης ανίχνευσης ουσιαστικά αυτών των ασθενών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένα εργαλείο από τα πολλά που χρησιμοποιούμε και φαίνεται ότι βοηθάει αρκετά στη διάγνωση», προσθέτει.

Επισημαίνει παράλληλα ότι, παρά την πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης, ο κλινικός γιατρός παραμένει ο κύριος υπεύθυνος για την εκτίμηση του ασθενούς. «Η κλινική εξέταση είναι αδιαπραγμάτευτη και δεν πρόκειται να αντικατασταθεί στο άμεσο ή μακρινό μέλλον. Ο γιατρός πρέπει να εξετάσει τα αντανακλαστικά του ασθενούς, να εκτιμήσει τη γενική του κατάσταση και να επιλέξει τα κατάλληλα τεστ. Αν το πρόβλημα του ασθενούς είναι εμφανές, π.χ. όταν υπάρχει ξεκάθαρη άνοια, δεν χρειάζεται να γίνουν επιπλέον τεστ, αφού δεν θα προσφέρουν νέα στοιχεία. Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει για εξετάσεις όπως μαγνητική τομογραφία, αξονική τομογραφία ή εξετάσεις αίματος», αναφέρει.

Ο κ. Δερμιτζάκης σημειώνει ότι οι εξετάσεις αίματος μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο. «Ο βιοδείκτης p-Tau217, για παράδειγμα, αυξάνεται ακόμη και στα πρώτα στάδια της Νόσου Alzheimer. Επιπλέον, ο μοριακός έλεγχος για τα αλληλόμορφα E2, E3, E4 της ApoE (Απολιποπρωτεΐνη Ε), μιας πρωτεΐνης που εμπλέκεται στον μεταβολισμό των λιπιδίων, μπορεί να δείξει την πιθανότητα ανάπτυξης της νόσου, καθώς το αλληλόμορφο E4 αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης Alzheimer. Τα τεστ αίματος δεν είναι πάντα απαραίτητα, εκτός αν ο νευρολόγος δεν είναι βέβαιος για τη διάγνωση. Αν το επιθυμεί ο ασθενής ή οι συγγενείς του, μπορούν να γίνουν αμέσως μετά την κλινική εξέταση. Είναι πάντα χρήσιμο να έχουμε έναν βιοδείκτη για να ενισχύσουμε ή να αμφισβητήσουμε τη διάγνωση. Όσο πιο γρήγορα ξεκινήσει μια θεραπευτική παρέμβαση, τόσο καλύτερα τα αποτελέσματα για τον ασθενή», εξηγεί.

Τέλος, ο κ. Δερμιτζάκης τονίζει ότι, ενώ δεν υπάρχει πλήρης ίαση, οι θεραπευτικές παρεμβάσεις μπορούν να επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου. «Υπάρχουν πολλά φάρμακα για την άνοια που είναι ακόμα σε στάδιο κλινικών μελετών φάσης 2 ή 3. Όμως είναι ζήτημα εάν ένα ή δυο από αυτά θα κυκλοφορήσουν. Παρόλο που η ίαση δεν είναι εφικτή, οι θεραπείες μπορούν να επιβραδύνουν την πρόοδο της νόσου, να βελτιώσουν την καθημερινότητα του ασθενούς και να μειώσουν την επιβάρυνση στους συγγενείς του. Η πρώιμη διάγνωση είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της λειτουργικότητας του ασθενούς», καταλήγει.

(ΑΠΕ -ΜΠΕ / Αγγέλα Φωτοπούλου / photo: pixabay)

ΠΟΛΙΤΙΚΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ

ΠΑΡΑΞΕΝΑ

Κύρια Θέματα

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΓΟΡΩΝ

Κάθε μέρα μαζί