Οι ερευνητές έλαβαν δεδομένα για 23.654.000 ασθενείς που διαγνώστηκαν με 34 τύπους καρκίνου και για 7.348.137 θανάτους από 25 τύπους καρκίνου σε άτομα ηλικίας 25-84 ετών κατά την περίοδο 2000-2019 στις ΗΠΑ. Για να συγκρίνουν τα ποσοστά καρκίνου μεταξύ των γενεών υπολόγισαν τις αναλογίες ποσοστών επίπτωσης (δηλαδή της εμφάνισης της ασθένειας ως αναλογία του πληθυσμού για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) και θνησιμότητας ανάλογα με την χρονολογία γέννησης, χωρισμένα σε πενταετή διαστήματα, από το 1920 έως το 1990.
Όπως διαπίστωσαν, τα ποσοστά επίπτωσης για οκτώ από τους 34 καρκίνους που μελετήθηκαν αυξάνονταν με κάθε διαδοχική ηλικιακή ομάδα. Συγκεκριμένα, το ποσοστό επίπτωσης ήταν περίπου δύο έως τρεις φορές υψηλότερο για τον καρκίνο του θυροειδούς, του παγκρέατος, των νεφρών και του λεπτού εντέρου στους άνδρες και τις γυναίκες και για τον καρκίνο του ήπατος και του ενδοηπατικού χοληδόχου πόρου στις γυναίκες, στην κοόρτη γεννήσεων του 1990 σε σχέση με την κοόρτη γεννήσεων του 1955.
Αντίθετα, σε οκτώ από τους καρκίνους αυτούς, οι τάσεις των ηλικιακών ομάδων γέννησης στα ποσοστά θνησιμότητας μειώθηκαν (π.χ. μυέλωμα και λευχαιμία), έμειναν στάσιμες (π.χ. λεπτό έντερο και θυρεοειδής) ή είχαν διακυμάνσεις (πχ. πάγκρεας και νεφροί). Η μείωση της θνησιμότητας θα μπορούσε να οφείλεται στην έγκαιρη ανίχνευση ή την πρόοδο της θεραπείας ή σε συνδυασμό και των δύο.
Σε όλους τους τύπους καρκίνου το ποσοστό επίπτωσης στην ομάδα γέννησης του 1990 κυμαινόταν από 12% υψηλότερο για τον καρκίνο των ωοθηκών έως 169% για τον καρκίνο της μήτρας, σε σχέση με το ποσοστό εμφάνισης στην κοόρτη γεννήσεων με το χαμηλότερο ποσοστό επίπτωσης.
Οι δέκα από τους 17 καρκίνους με αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης στις νεότερες γενιές είναι καρκίνοι που σχετίζονται με την παχυσαρκία, γεγονός που, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, υποδηλώνει πιθανό ρόλο της παχυσαρκίας (που έχει ταχύτερη αύξηση στους νεότερους) στις αναδυόμενες τάσεις του καρκίνου στις νεότερες γενιές.
Επιπλέον, για τον καρκίνο του ήπατος και τον μη σχετιζόμενο με τον HPV καρκίνο του στόματος και του φάρυγγα, τα ποσοστά επίπτωσης αυξήθηκαν στις γυναίκες σε διαδοχικές κοόρτες γεννήσεων από το 1970 περίπου, ενώ τα ποσοστά μειώθηκαν ή σταθεροποιήθηκαν στους άνδρες. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι οι αυξητικές τάσεις στις γυναίκες συνάδουν με τις συμπεριφορές που σχετίζονται με το αλκοόλ στα άτομα που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, καθώς και με την επιτάχυνση της μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ από το 1990 ως το 2010. Αντίθετα η σταθεροποίηση της επίπτωσης του καρκίνου του ήπατος και του ενδοηπατικού χοληδόχου πόρου και η μείωση της επίπτωσης του καρκίνου του στόματος και του φάρυγγα στις πρόσφατες ανδρικές κοόρτες μπορεί να οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ και καπνίσματος μεταξύ ανδρών ηλικίας 18-25 ετών.
«Τα ευρήματα αυτά έρχονται να προστεθούν στις αυξανόμενες ενδείξεις για αυξημένο κίνδυνο καρκίνου στις γενιές μετά τους Baby Boomers (γεννημένοι το 1946-1964), επεκτείνοντας τα προηγούμενα ευρήματα για καρκίνο του παχέος εντέρου σε πρώιμο στάδιο και μερικούς καρκίνους που σχετίζονται με την παχυσαρκία προκειμένου να συμπεριλάβουν ένα ευρύτερο φάσμα τύπων καρκίνου», επισημαίνει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Hyuna Sung, ανώτερη επιστήμονας στην Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία.
Όπως σημειώνουν οι ερευνητές στη μελέτη, τα αυξανόμενα ποσοστά επίπτωσης του καρκίνου στις νεότερες γενιές υποδηλώνουν ότι υπήρξαν αυξήσεις στον επιπολασμό των καρκινογόνων εκθέσεων κατά τη διάρκεια της πρώιμης ζωής ή της νεαρής ενηλικίωσης, οι οποίες ακόμα δεν έχουν διευκρινιστεί.
«Οι κοόρτες γέννησης, δηλαδή ομάδες ανθρώπων που ταξινομούνται με βάση το έτος γέννησής τους, μοιράζονται μοναδικά κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και κλιματικά περιβάλλοντα, τα οποία επηρεάζουν την έκθεσή τους σε παράγοντες κινδύνου για καρκίνο κατά τη διάρκεια των κρίσιμων αναπτυξιακών τους χρόνων. Παρόλο που έχουμε εντοπίσει τάσεις καρκίνου που συνδέονται με τη χρονολογία γέννησης, δεν έχουμε ακόμα μια σαφή εξήγηση για το γιατί τα ποσοστά αυτά αυξάνονται», προσθέτει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.